Διεθνής ομάδα επιστημόνων εξέτασαν 41 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από το 1990-2016 και αφορούσαν 2.700 μωρά που γεννήθηκαν με πάρα πολύ χαμηλό βάρος (κάτω από 1.000 γραμμάρια) και περισσότερα από 11.000 μωρά με φυσιολογικό βάρος γέννησης. Τα μωρά είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ, τον Καναδά και δέκα άλλες χώρες.

Τα πολύ χαμηλού βάρους γέννησης μωρά είχαν αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν στην παιδική ηλικία διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας και στην εφηβεία την ίδια διαταραχή συν κοινωνικά προβλήματα.

Στην ενήλικη ζωή εξάλλου είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν από αγχώδη διαταραχή, κατάθλιψη και συστολή, ενώ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής λειτουργικότητας.

Οι ερευνητές έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι παρότι η πιθανότητα τέτοιων προβλημάτων ήταν αυξημένη, πολλά άτομα που είχαν γεννηθεί με εξαιρετικά χαμηλό βάρος μεγάλωσαν δίχως να τα εκδηλώσουν. Επιπρόσθετα, τα ευρήματά τους δεν σημαίνουν ότι βρήκαν μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στα προβλήματα της ψυχικής υγείας και το πολύ χαμηλό σωματικό βάρος, αλλά απλώς μία συσχέτιση.

Τα νέα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Psychological Bulletin.

"Τα αποτελέσματά μας παρέχουν ενδείξεις πως όσοι γεννιούνται με πάρα πολύ χαμηλό σωματικό βάρος έχουν αυξημένη ολική πιθανότητα εκδήλωσης ψυχολογικών δυσκολιών αργότερα στη ζωή. Οι δυσκολίες αυτές συχνά αφορούν την προσοχή, το άγχος και την κοινωνική ζωή", δήλωσε η κύρια ερευνήτρια Karen Mathewson, από το McMaster University στο Hamilton του Καναδά. Και πρόσθεσε ότι η συσχέτιση που αποκάλυψε η μελέτη μπορεί να οφείλεται σε βιολογικές διεργασίες που συμβαίνουν καθώς μεγαλώνουν τα μικροσκοπικά μωρά.

Πηγές:
Psychological Bulletin, McMaster University

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Η θεραπεία της υπέρτασης αποτρέπει τα ινομυώματα στη μήτρα [μελέτη]
Πανελλήνιο Συνέδριο Δημόσιας Υγείας 2024
Ανταπάντηση Καλλιάνου σε Γεωργιάδη για τη νοσηλεία του πατέρα του στο "Αττικόν"