Βιέννη της απεσταλμένης μας Σοφίας Νέτα

Έχει παρατηρηθεί ότι τα βακτήρια εξελίσσονται σταδιακά ώστε να αναπτύσσουν αντοχή στα αντιβιοτικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την καταστολή τους. Το περασμένο έτος, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ορισμένα βακτήρια ανέπτυξαν αντοχές σε ένα αντιβιοτικό τελευταίας καταφυγής (last resort) που ονομάζεται κολιστίνη.

Σε παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 27ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Ασθενειών (ECCMID), οι ερευνητές περιέγραψαν τον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν να εξετάσουν τα βακτήρια ώστε να εντοπίζουν άμεσα εάν ήταν ανθεκτικά στην κολιστίνη και κατά πόσο τα βακτήρια μπορούσαν να μεταβιβάσουν την ανθεκτική τους ιδιότητα σε άλλα βακτήρια. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η ανακάλυψη αυτή είναι σημαντική καθώς το να γνωρίζουμε ποιοί ασθενείς πάσχουν από τις πλέον επικίνδυνες λοιμώξεις δίνει τη δυνατότητα να θέσουμε σε εφαρμογή μέτρα καραντίνας για την αποτροπή της εξάπλωσης της λοίμωξης και την παρεμπόδιση της αύξησης της ανθεκτικότητας στο φάρμακο.

Η έρευνα παρουσιάστηκε από τον Dr. Laurent Dortet, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Νοτίου Παρισίου (South Paris) στη Γαλλία, και ερευνητή στο Imperial College του Λονδίνου (ΗΒ). Το έργο αποτελεί συνεργασία μεταξύ του Dr. Dortet και των συνεργατών του στο Imperial, Dr Gerald Larrouy-Maumus και του Καθηγητή Alain Filloux.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα βακτήρια Escherichia coli, γνωστό ως E. Coli και Klebsiella pneumoniae. Τα βακτήρια αυτά ανήκουν στην ομάδα των κολοβακτηριδίων που μπορεί να προκαλέσουν γαστρεντερίτιδα, λοιμώξεις του ουροποιητικού, πνευμονικές νόσους όπως η βρογχίτιδα και η πνευμονία, ακόμα και σήψη.

Ορισμένα στελέχη αυτών των βακτηρίων έχουν αναπτύξει αντοχή σε όλα σχεδόν τα αντιβιοτικά κυρίως μέσω της παραγωγής ενζύμων αδρανοποίησης των αντιβιοτικών, όπως οι ευρέως φάσματος β-λακταμάσες και οι καρμπαπενεμάσες. Αυτό σημαίνει ότι η κολιστίνη συχνά απομένει ως η μόνη θεραπευτική επιλογή για την αντιμετώπιση αυτών των βακτηρίων πολλαπλής αντοχής. Δυστυχώς, ορισμένα βακτήρια έχουν αναπτύξει αντοχή και στην κολιστίνη.

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι τα βακτήρια αναπτύσσουν δυο διαφορετικούς τύπους αντοχής στην κολιστίνη. Ο ένας τύπος, που ονομάζεται χρωμοσωμική αντοχή, μεταφέρεται μόνο με την ανάπτυξη των βακτηρίων και τη διαίρεσή τους για τον σχηματισμό νέων βακτηρίων. Ο άλλος τύπος, που ονομάζεται πλασμιδιακή αντοχή, θεωρείται περισσότερο επικίνδυνος καθώς μπορεί να μεταφερθεί από τον ένα τύπο βακτηρίου σε ένα άλλο, τελείως διαφορετικό τύπο βακτηρίου.

O Dr Dortet δήλωσε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου: Η πλασμιδιακή αντοχή προβληματίζει ιδιαίτερα καθώς μπορεί να εξαπλώνεται γρήγορα και εύκολα και, εάν αυτό συμβεί, τα φάρμακα τελευταίας καταφυγής όπως η κολιστίνη μπορεί να καταστούν και αυτά παρωχημένα. Εάν, αντίθετα, καταφέρουμε να εντοπίσουμε γρήγορα τα βακτήρια που αναπτύσσουν ανθεκτικότητα τέτοιου τύπου, μπορούμε να λάβουμε μέτρα για να διακόψουμε την εξάπλωσή τους. Προς τούτο πιθανώς να χρειαστεί να απομονώσουμε τον ασθενή σε ξεχωριστό δωμάτιο όπου η νοσηλεία θα γίνεται από αποκλειστικό ιατρικό προσωπικό.*

Η ομάδα εξέτασε 134 διαφορετικές αποικίες βακτηρίων με χρήση συσκευής φασματοφωτομετρίας μάζας. Οι συσκευές αυτές βρίσκονται στα εργαστήρια των περισσότερων νοσοκομείων και χρησιμοποιούνται για αναλύσεις διαφόρων μορίων.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ήταν δυνατό να ξεχωρίσουν όχι μόνο όσα βακτήρια είναι ανθεκτικά στην κολιστίνη και αυτά που δεν είναι, αλλά και τα βακτήρια που εκδηλώνουν την πλέον επικίνδυνη πλασμιδιακή αντοχή. Αναφέρουν ότι η εξέταση απαιτεί περίπου 15 λεπτά και κοστίζει λιγότερο από 1 δολ. ΗΠΑ ανά δείγμα.

Ο Dr Larrouy-Maumus εξήγησε: το συναρπαστικό στοιχείο της τεχνικής αυτής είναι ότι βασίζεται σε τεχνολογία που είναι ήδη διαθέσιμη στα περισσότερα νοσοκομεία. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή γρήγορα και με χαμηλό κόστος, και να έχει πιθανώς άμεσο αντίκτυπο στο χειρισμό της αντοχής στα φάρμακα.

Οι ερευνητές συνεργάζονται τώρα με την Imperial Innovations, το γραφείο μεταφοράς τεχνολογίας του Imperial College του Λονδίνου, για να διαμορφωθεί η πατέντα της τεχνικής και να αναπτυχθεί για ευρύτερη χρήση στα εργαστήρια των νοσοκομείων.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξέταση μπορεί να είναι επίσης χρήσιμη για τον έλεγχο κτηνιατρικών δειγμάτων, όπου τα επίπεδα αντοχής στην κολιστίνη είναι υψηλά. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να διαπιστωθεί εάν νέα φάρμακα θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ευαισθησία των βακτηρίων στην κολιστίνη.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Πόσα βήματα την ημέρα πρέπει να κάνουν όσοι έχουν γενετική προδιάθεση για να αποφύγουν την παχυσαρκία [μελέτη]
Καταδικάστηκαν ιδιοκτήτες Γηροκομείου για τον θάνατο 66χρονου τετραπληγικού
Προκαλεί ο ιός των κονδυλωμάτων πρόβλημα στην καρδιά;