Οι GlaxoSmithKline plc (LSE/NYSE: GSK) και Innoviva, Inc. (NASDAQ: INVA) ανακοίνωσαν τα θετικά αποτελέσματα από τη μελέτη Salford Lung Study (SLS) στο άσθμα, τα οποία δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα στην επιστημονική έκδοση The Lancet και παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ERS) στο Μιλάνο.

Η καινοτόμος μελέτη, της οποίας τα πρωταρχικά αποτελέσματα ανακοινώθηκαν τον Μάιο, κατέδειξε ότι η έναρξη θεραπείας με συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης «FF»/ βιλαντερόλης «VI» ή «FF/VI» 92/22mcg ή 184/22mcg άπαξ ημερησίως υπερείχε της καθιερωμένης θεραπείας όσον αφορά στην επίτευξη σταθερής βελτίωσης στον έλεγχο του άσθματος του ασθενούς στη διάρκεια των 12 μηνών της μελέτης, όπως μετρήθηκε με το Τεστ Ελέγχου Άσθματος (ACT), συγκριτικά με τους ασθενείς που συνέχισαν τη λήψη των φαρμάκων της καθιερωμένης θεραπείας. Ως βελτίωση ορίστηκε συνολική βαθμολογία ACT ≥20 ή αύξηση ≥3 από την έναρξη της μελέτης. Σημαντικά στατιστικά ευρήματα παρατηρήθηκαν επίσης στις 12, 40 και 52 εβδομάδες.

Η μελέτη σχεδιάστηκε ώστε να διερευνήσει την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου για το άσθμα όταν χρησιμοποιείται με ελάχιστη παρέμβαση σε μία ευρεία ομάδα ανθρώπων με άσθμα, αντανακλώντας πιστά το πώς αντιμετωπίζονται στην καθημερινή κλινική περίθαλψη τυπικοί ασθενείς με άσθμα.  Όσον αφορά στο κύριο καταληκτικό σημείο στις 24 εβδομάδες, ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών με συμπτωματικό άσθμα που άρχισαν θεραπεία με FF/VI πέτυχαν καλύτερο έλεγχο του άσθματός τους (71%), σε σύγκριση με τους ασθενείς που συνέχισαν την καθιερωμένη θεραπεία (56%), (αναλογία πιθανοτήτων 2,00, 95% CI 1,70, 2,34, p<0,001).  Η καθιερωμένη θεραπεία περιελάμβανε εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (ICS) χορηγούμενα ως μονοθεραπεία ή ως συνδυασμός ICS/LABA (ICS με ένα Βήτα Αγωνιστή Μακράς Δράσης). Αυτή η βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος με FF/VI ήταν σταθερή στο χρόνο και ανεξάρτητη από το αν η καθιερωμένη θεραπεία των ασθενών ήταν ICS ή ICS/LABA.

Οι δευτερεύουσες αναλύσεις έδειξαν ότι, εκτός από τον καλύτερο έλεγχο του άσθματος, οι ασθενείς που άρχισαν θεραπεία με FF/VI πέτυχαν επίσης υψηλότερες βαθμολογίες ποιότητας ζωής (όπως μετρήθηκαν μέσω του Ερωτηματολογίου για την Ποιότητα Ζωής στο Άσθμα, AQLQ), και είχαν χαμηλότερο αντίκτυπο στην ικανότητά τους για εργασία και στη συμμετοχή σε δραστηριότητες (όπως μετρήθηκε μέσω  του Ερωτηματολογίου για τον Περιορισμό της Παραγωγικότητας στην Εργασία και της Δραστηριότητας, WPAI):

  • Οι ασθενείς που άρχισαν θεραπεία με FF/VI είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερη συνολική βαθμολογία στο AQLQ συγκριτικά με τους ασθενείς που ξεκίνησαν την καθιερωμένη θεραπεία (αύξηση από την έναρξη της μελέτης ≥ 0,5, OR 1,79 (95% CI 1,55-2,06), p <0,0001).
  • Οι ασθενείς που άρχισαν θεραπεία με FF/VI ανέφεραν μεγαλύτερη μείωση στον περιορισμό στην εργασία στο Ερωτηματολόγιο WPAI συγκριτικά με εκείνους που συνέχισαν την καθιερωμένη θεραπεία (-6,7% έναντι -4,0%, διαφορά -2,8% (95% CI – 4,4 έως ‑1,1), p<0,0001) και μεγαλύτερη μείωση στον περιορισμό της δραστηριότητας (-10,4% έναντι -5,9%, διαφορά -4,5% (CI -5,9 έως -3,2) p<0,0001).
  • Υπήρχαν αριθμητικές διαφορές στις παροξύνσεις του άσθματος, αλλά δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, μείωση 2% με FF/VI έναντι της καθιερωμένης θεραπείας (95% CI -9 έως 12, p=0,6969).
  • Δεν υπήρχαν διαφορές στο ετήσιο ποσοστό των σχετιζόμενων με το άσθμα επαφών με την πρωτοβάθμια φροντίδα στο συνολικό πληθυσμό. Στην ομάδα που άρχισε θεραπεία με FF/VI υπήρχε μία αύξηση στο ετήσιο ποσοστό όλων των επαφών με την πρωτοβάθμια φροντίδα έναντι της καθιερωμένης θεραπείας (αύξηση 9,7%, 95% CI 4,6% έως 15,0%).
  • Δεν υπήρχαν διαφορές στο σύνολο των επαφών με την δευτεροβάθμια φροντίδα (αύξηση 1,0%, -8,2 – 9,5).
  • Ο αριθμός των εισπνευστικών συσκευών σαλβουταμόλης (φάρμακο διάσωσης) ήταν χαμηλότερος στην ομάδα που άρχισε θεραπεία με FF/VI σε σχέση με την καθιερωμένη θεραπεία (διαφορά -0,8, 95% CI -1,1 έως -0,5), p<0,0001.

Η ασφάλεια αξιολογήθηκε επίσης και το προφίλ ασφάλειας του FF / VI στη μελέτη SLS ήταν συνεπές με αυτό που αναφέρεται στην επισήμανση του προϊόντος για το FF/VI. Στη μελέτη για τον Intention-to-Treat (ITT) πληθυσμό, η επίπτωση σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων (SAE) ήταν η ίδια και στα δύο σκέλη (FF/VI 13% και καθιερωμένη θεραπεία 13%).

Ο Ashley Woodcock, Lead Investigator, Professor of Respiratory Medicine and Clinical Director for Respiratory Medicine, University Hospital of South Manchester and University of Manchester είπε: «Το άσθμα μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην καθημερινότητα των ατόμων, από την ποιότητα του νυχτερινού ύπνου, έως την άσκηση, τη δουλειά ή το σχολείο. Δυστυχώς, τα άτομα με άσθμα συχνά δεν συνειδητοποιούν τις βελτιώσεις που μπορούν να γίνουν σε αυτούς τους τομείς της ζωής τους. Αυτός είναι ο λόγος που η έρευνα, όπως οι Μελέτες Salford Lung Studies, αποτελούν σημαντικά εργαλεία που βοηθούν την ιατρική κοινότητα να αντιμετωπίσει το άσθμα με τρόπο που έχει θετική επίδραση στους ανθρώπους που πάσχουν από αυτή την εξουθενωτική πάθηση. Είμαστε ενθουσιασμένοι που η Lancet δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας μελέτης την οποία θεωρώ πρωτοποριακή».

Αυτή η καινοτόμος ανοιχτή, τυχαιοποιημένη μελέτη, πραγματοποιήθηκε σε 4.233 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία από το Γενικό Γιατρό τους στην καθημερινή κλινική πράξη. Η μελέτη είχε ελάχιστα κριτήρια αποκλεισμού, ελάχιστη παρέμβαση και περιελάμβανε ασθενείς με ένα ευρύ φάσμα δημογραφικών χαρακτηριστικών. Ως εκ τούτου, το 90% των ασθενών που εξετάστηκαν στην προκαταρκτική αξιολόγηση συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, καθιστώντας την πιο αντιπροσωπευτική της καθημερινής κλινικής πράξης σε σχέση με τις παραδοσιακές τυχαιοποιημένες δοκιμές ελέγχου.

Ο Καθηγητής Neil Barnes, Global Medical Head, Respiratory Franchise at GSK δήλωσε: «Το Πρόγραμμα Salford Lung Study αποτελεί το πρώτο στο είδος του. Παρότι στόχος μας ήταν να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα της θεραπείας FF/VI, στην καθημερινή κλινική πράξη, θέλαμε επίσης να βρούμε έναν τρόπο ώστε οι γιατροί να μπορούν να αξιολογούν με μεγαλύτερη ακρίβεια το πώς οι ασθενείς ζουν και αντιμετωπίζουν την πάθησή τους σε καθημερινή βάση. Μέσω της μοναδικής αυτής μελέτης, παρατηρήσαμε σημαντική επίδραση στην καθημερινότητα των ασθενών που αντιμετωπίζουν το άσθμα με FF/VI συγκριτικά με την καθιερωμένη θεραπεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα αποτελέσματα ήταν σταθερά καθ’ όλη την περίοδο των 12 μηνών της μελέτης, καθώς και όταν συγκρίθηκαν με τα αποτελέσματα των ασθενών που συνέχισαν να λαμβάνουν είτε ICS είτε ICS/LABA ως την καθιερωμένη θεραπεία».

Ο Michael W. Aguiar, President and Chief Executive Officer της Innoviva δήλωσε: «Είμαστε ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα της μελέτης Salford Lung Study στο άσθμα που παρουσιάζονται και δημοσιεύονται σήμερα. Η μελέτη Salford Lung Study είναι σημαντική καθώς αποτελεί μία από τις πρώτες μελέτες κλινικής αποτελεσματικότητας στο είδος της, παρέχοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αντιμετώπιση του άσθματος στην κλινική περίθαλψη ». 

Σχεδιασμός της Μελέτης

 Η Salford Lung Study είναι μία Φάσης III, πολυκεντρική, ανοικτή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη (RCT). Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να συγκρίνει το προφίλ αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της έναρξης θεραπείας με συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης ως προς τη συνήθη θεραπεία συντήρησης για το άσθμα σε μία περίοδο 52 εβδομάδων. Όλοι οι κατάλληλοι ασθενείς με άσθμα από 74 κέντρα πρωτοβάθμιας φροντίδας στο Salford και το Νότιο Μάντσεστερ του Η.Β. εντοπίστηκαν από τις βάσεις δεδομένων των ιατρείων και προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στη μελέτη από τον Γενικό Ιατρό τους.  Το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης μετρήθηκε την 24η  εβδομάδα στον πληθυσμό της κύριας ανάλυσης της αποτελεσματικότητας.

Συνολικά, 4.233 ασθενείς με άσθμα που λάμβαναν εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές (ICS) με ή χωρίς β2-αγωνιστή μακράς δράσης (LABA) τυχαιοποιήθηκαν ώστε να λάβουν συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης ή να συνεχίσουν την υφιστάμενη θεραπεία συντήρησης για το άσθμα τους (καθιερωμένη θεραπεία). Στο σκέλος της καθιερωμένης θεραπείας το 36% των ασθενών ήταν υπό αγωγή με ένα ICS μόνο και το 64% υπό αγωγή με συνδυασμό ICS/LABA κατά το χρόνο έναρξης χορήγησης του φαρμάκου στο πλαίσιο της μελέτης.

Η μελέτη Salford Lung Study είχε ελάχιστα κριτήρια αποκλεισμού και περιελάμβανε ασθενείς με ένα ευρύ φάσμα δημογραφικών χαρακτηριστικών, γεγονός που επέτρεψε την εισαγωγή στη μελέτη ενός μεγάλου ποσοστού ασθενών που εξετάστηκαν στην προκαταρκτική αξιολόγηση για ένταξη στη μελέτη (90%). Στην έναρξη οι ασθενείς είχαν μέση ηλικία 49,8 έτη (ελάχιστη ηλικία 18 έτη) και χωρίστηκαν κατά φύλο (άνδρες έναντι γυναικών 41/59%). Προκειμένου να ενταχθούν στη μελέτη, οι ασθενείς έπρεπε να έχουν διάγνωση άσθματος από τον Γενικό Γιατρό τους ως κύρια νόσο του αναπνευστικού και να λαμβάνουν θεραπεία συντήρησης με ICS με ή χωρίς LABA τουλάχιστον για 4 εβδομάδες πριν από την επίσκεψη.  Στην έναρξη το 72% των ασθενών είχαν μη ελεγχόμενο άσθμα με συνολική βαθμολογία ACT 5 έως 19.

Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για μία περίοδο 52 εβδομάδων σε τυπικές συνθήκες κλινικής πράξης χρησιμοποιώντας τα δεδομένα τους από το ηλεκτρονικό ιατρικό αρχείο (EMR) που συνδέουν τη πρωτοβάθμια φροντίδα, τη δευτεροβάθμια φροντίδα και τα στοιχεία από το φαρμακείο για τη συλλογή των δεδομένων της μελέτης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης επιτρεπόταν στους ιατρούς να τροποποιήσουν ή να αλλάξουν τη θεραπεία σε οποιοδήποτε σημείο, όπως θα συνέβαινε στη συνήθη κλινική πρακτική, με μόνη εξαίρεση την αλλαγή από την καθιερωμένη θεραπεία σε συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης.

Την 12η, 24η και 40η εβδομάδα έγιναν τηλεφωνικές κλήσεις προς τους ασθενείς προκειμένου να ερωτηθούν εάν εμφάνισαν σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα ή μη σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε αυτές τις τηλεφωνικές επικοινωνίες ζητήθηκε από τους ασθενείς να απαντήσουν στο ACT. Τον 12ο μήνα πραγματοποιήθηκε μία δια ζώσης επίσκεψη. Επίσης, την 24η  εβδομάδα και την 52η εβδομάδα  συμπληρώθηκε το Τυποποιημένο Ερωτηματολόγιο για την Ποιότητα Ζωής με Άσθμα (AQLQ[S]) μέσω τηλεφώνου.

Η ομάδα της μελέτης ηταν σε θέση να παρακολουθεί όλες τις εισαγωγές στο νοσοκομείο, τις επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία και στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, καθώς και τα δεδομένα από την πρωτοβάθμια φροντίδα (συμπεριλαμβανομένων του συνόλου των επαφών με κέντρα υγειονομικής περίθαλψης, τη δραστηριότητα εκτός ωραρίου και τις συνταγογραφήσεις αντιβιοτικών ή από του στόματος χορηγούμενων στεροειδών) μέσω των ηλεκτρονικών αρχείων υγείας.

Ο Intention-to-Treat (ITT) πληθυσμός ορίστηκε ως το σύνολο των ασθενών που τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν τουλάχιστον μία συνταγή φαρμάκου στο πλαίσιο της μελέτης (π.χ., συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης ή συνήθης θεραπεία συντήρησης για το άσθμα). Ο πληθυσμός της κύριας ανάλυσης αποτελεσματικότητας (PEA) ορίζεται ως το σύνολο των ασθενών ITT με συνολική βαθμολογία ACT < 20 στην έναρξη (Επίσκεψη Τυχαιοποίησης).

Η αναλογία πιθανοτήτων που εκφράζεται στα αποτελέσματα υπολογίζεται ως η αναλογία της πιθανότητας επίτευξης καλύτερου ελέγχου του άσθματος ως ασθενής που άρχισε θεραπεία με FF/VI δια της πιθανότητας επίτευξης καλύτερου ελέγχου του άσθματος ως ασθενής που συνεχίζει με την καθιερωμένη θεραπεία. Η τιμή αυτή έχει προσαρμοστεί για τυχόν ανομοιογένειες ανάμεσα στα σκέλη θεραπείας αναφορικά με ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά.

Το έγγραφο του πρωτοκόλλου σχετικά με το σχεδιασμό της μελέτης βρίσκεται στο clintrials.gov  

Το Τεστ Ελέγχου Άσθματος (ACT)

Το ACT είναι ένα ευρέως αναγνωρισμένο εργαλείο που χρησιμοποιείται παγκοσμίως για την διαχείριση του άσθματος και συμπεριλαμβάνεται στις κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας για την αξιολόγηση του ελέγχου του άσθματος. Συμπληρώνεται από τον ίδιο τον ασθενή και περιλαμβάνει 5 ερωτήσεις για την αξιολόγηση του ελέγχου του άσθματος κατά την  διάρκεια των 4 προηγούμενων εβδομάδων σε μία 5-βάθμια κατηγορική κλίμακα (1 έως 5). Απαντώντας και στις πέντε ερωτήσεις, ο ασθενής λαμβάνει μία βαθμολογία που μπορεί να κυμαίνεται από 5 έως 25, με τις υψηλότερες βαθμολογίες να υποδηλώνουν καλύτερο έλεγχο.

Η συνολική βαθμολογία του ACT από το 5 έως το 19 υποδηλώνει ανεπαρκή ή όχι καλό έλεγχο του άσθματος του ασθενούς. Μία βαθμολογία από το 20 έως το  25 υποδηλώνει ότι το άσθμα του ασθενούς είναι πιθανό να ελέγχεται καλά. Η συνολική βαθμολογία προκύπτει από το σύνολο των βαθμολογιών και από τις 5 ερωτήσεις, με την προϋπόθεση ότι δεν λείπει καμία βαθμολογία. Εάν λείπει οποιαδήποτε  επιμέρους βαθμολογία, η συνολική βαθμολογία ορίζεται ως ελλείπουσα. Μία μεταβολή 3 βαθμών είναι κλινικά σημαντική για τον ασθενή.

Σχετικά με τη Μελέτη

Στόχος της μελέτης Salford Lung Study είναι να δώσει τη δυνατότητα στους επαγγελματίες υγείας και σε αυτους που λαμβάνουν αποφάσεις να αξιολογήσουν πληρέστερα την πιθανή αξία του συνδυασμού φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης, παρέχοντας δεδομένα που συλλέγονται σε τυπικές συνθήκες κλινικής πράξης που είναι αντιπροσωπευτικές του τρόπου με τον οποίον οι επαγγελματίες υγείας και οι ασθενείς μπορεί να χρησιμοποιούν το φάρμακο στην καθημερινότητα. Θα προσθέσει στοιχεία στο υφιστάμενο σύνολο δεδομένων από διπλά τυφλές, τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες (RCT) για το φάρμακο, οι οποίες, παρότι είναι κρίσιμης σημασίας για την καθιέρωση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου, διεξάγονται σε ένα υψηλά ελεγχόμενο περιβάλλον και εντάσσουν έναν πιο αυστηρά επιλεγμένο πληθυσμό ασθενών από αυτόν που αναμένεται στην καθημερινή κλινική φροντίδα.

Η διεξαγωγή της μελέτης κατέστη δυνατή μέσω μίας μοναδικής συνεργασίας μεταξύ της GSK, του North West e-Health (NWEH), του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, του Salford Royal NHS Foundation Trust, του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Νοτίου Μάντσεστερ (UHSM), του NHS του Salford και των Γενικών Ιατρών και των φαρμακοποιών της κοινότητας του Salford, του Trafford και του Νοτίου Μάντσεστερ.

Η μελέτη Salford Lung Study για τη ΧΑΠ ανέφερε ευρήματα τον Μάιο του 2016. Πρόκειται για τη δεύτερη από τις δύο μελέτες Salford Lung Study που αναφέρει αποτελέσματα.

Σχετικά με το άσθμα

Το άσθμα είναι μία χρόνια πνευμονική νόσος που προκαλεί φλεγμονή και στένωση των αεραγωγών.  Οι πάσχοντες από άσθμα ανέρχονται σε 358 εκατομμύρια παγκοσμίως. Παρά τις προόδους της ιατρικής, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς συνεχίζουν να παρουσιάζουν ανεπαρκή έλεγχο και σημαντικά συμπτώματα που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή τους.

Οι αιτίες του άσθματος δεν είναι πλήρως κατανοητές, αλλά πιθανώς να ι περιλαμβάνουν μία αλληλεπίδραση μεταξύ της γενετικής σύστασης ενός ατόμου και των περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου είναι οι εισπνεόμενες ουσίες που προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις ή ερεθίζουν τους αεραγωγούς.

Σχετικά με τη θεραπεία συνδυασμού φουροϊκής φλουτικαζόνης και βιλαντερόλης

Η θεραπεία FF/VI είναι μία άπαξ ημερησίως χορηγούμενη θεραπεία διπλού συνδυασμού που περιλαμβάνει φουροϊκή φλουτικαζόνη, ένα εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές, και βιλαντερόλη, έναν βήτα2-αγωνιστή μακράς δράσης, σε μία συσκευή εισπνοών ξηράς κόνεως.

Η θεραπεία FF/VI ενδείκνυται στην Ευρώπη για την τακτική αντιμετώπιση του άσθματος σε ασθενείς ηλικίας 12 ετών και άνω, στους οποίους είναι κατάλληλη η χρήση ενός φαρμακευτικού προϊόντος συνδυασμού (β2–αγωνιστής μακράς δράσης, LABA, και εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές, ICS): Ασθενείς που δεν ελέγχονται επαρκώς τόσο με ICS όσο και με «κατ’ επίκληση» β2-αγωνιστές βραχείας δράσης (SABA).

Οι πλήρεις πληροφορίες συνταγογράφησης για την ΕΕ διατίθενται στο: EU Prescribing Information for FF/VI.

Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια της θεραπείας FF/VI  στην Ευρώπη

Ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη φουροϊκή φλουτικαζόνη, στη βιλαντερόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.

Ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των οξέων συμπτωμάτων του άσθματος ή των οξέων παροξύνσεων της ΧΑΠ, για τα οποία απαιτείται ένα βρογχοδιασταλτικό βραχείας δράσης. Η αυξανόμενη χρήση βρογχοδιασταλτικών βραχείας δράσης για την ανακούφιση από τα συμπτώματα υποδηλώνει επιδείνωση του ελέγχου και οι ασθενείς θα πρέπει να επανεξετάζονται από ιατρό.

Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία με τον συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης στο άσθμα ή στη ΧΑΠ, χωρίς επίβλεψη από ιατρό, καθώς τα συμπτώματα μπορεί να επανεμφανιστούν μετά τη διακοπή.

Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης μπορεί να εκδηλωθούν ανεπιθύμητα συμβάντα που σχετίζονται με το άσθμα και παροξύνσεις. Στους ασθενείς θα πρέπει να συνιστάται να συνεχίσουν τη θεραπεία αλλά να αναζητήσουν ιατρική συμβουλή εάν τα συμπτώματα του άσθματος παραμείνουν εκτός ελέγχου ή επιδεινωθούν μετά την έναρξη της θεραπείας με τον συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης.

Παράδοξος βρογχόσπασμος, με άμεση αύξηση του συριγμού, μπορεί να εμφανιστεί μετά τη χορήγηση της δόσης. Αυτός θα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα με ένα εισπνεόμενο βρογχοδιασταλτικό βραχείας δράσης. Ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης θα πρέπει να διακοπεί άμεσα, ο ασθενής θα πρέπει να αξιολογηθεί και, αν κριθεί απαραίτητο, θα πρέπει να ξεκινήσει εναλλακτική θεραπεία.

Καρδιαγγειακές επιδράσεις, όπως καρδιακές αρρυθμίες, π.χ. όπως υπερκοιλιακή ταχυκαρδία και έκτακτες συστολές, μπορεί να παρατηρηθούν μέσω της χρήσης συμπαθομιμητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων  συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης. Ως εκ τούτου, ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης / βιλαντερόλης θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή καρδιαγγειακή νόσο.

Σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η δόση των 92/22 mcg και οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τα κορτικοστεροειδή. Ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης των 184/22 mcg δεν ενδείκνυται για ασθενείς με ΧΑΠ. Δεν υπάρχει επιπρόσθετο όφελος από τη δόση των 184/22 mcg συγκριτικά με τη δόση των 92/22 mcg και ενδέχεται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πνευμονίας και συστηματικών ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τα κορτικοστεροειδή.

Έχει παρατηρηθεί αύξηση στην επίπτωση της πνευμονίας σε ασθενείς με ΧΑΠ που έλαβαν συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης. Υπήρξε επίσης αυξημένη επίπτωση περιστατικών πνευμονίας που οδήγησαν σε νοσηλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτά τα περιστατικά πνευμονίας ήταν θανατηφόρα.

Η επίπτωση της πνευμονίας σε ασθενείς με άσθμα ήταν συχνή με την υψηλότερη δόση. Σε μία προηγούμενη μελέτη του συνδυασμού φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης στο άσθμα, η επίπτωση πνευμονίας σε ασθενείς με άσθμα που έλαβαν συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης 184/22 mcg ήταν αριθμητικά υψηλότερη συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης 92/22 mcg ή εικονικό φάρμακο.

Υπεργλυκαιμία: Έχουν υπάρξει αναφορές για αυξήσεις των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα σε διαβητικούς ασθενείς και αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνταγογράφηση σε ασθενείς με ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη.

Συστηματικές επιδράσεις μπορεί να παρουσιαστούν με οποιοδήποτε εισπνεόμενο κορτικοστεροειδές, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις που χορηγούνται για μεγάλες περιόδους. Αυτές οι επιδράσεις είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβούν από ό,τι με τα από στόματος λαμβανόμενα κορτικοστεροειδή. Οι πιθανές συστηματικές επιδράσεις περιλαμβάνουν σύνδρομο Cushing, χαρακτηριστικά συνδρόμου που προσομοιάζει το σύνδρομο Cushing, καταστολή των επινεφριδίων, μείωση της οστικής πυκνότητας, καθυστερημένη ανάπτυξη σε παιδιά και εφήβους, καταρράκτης και γλαύκωμα και σπανιότερα μία σειρά ψυχολογικών ή συμπεριφορικών επιδράσεων που περιλαμβάνουν ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα, διαταραχές του ύπνου, άγχος, κατάθλιψη ή επιθετικότητα (ιδιαίτερα σε παιδιά).

Ο συνδυασμός φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με πνευμονική φυματίωση ή ασθενείς με χρόνιες ή μη αντιμετωπισμένες λοιμώξεις. Για τον καθορισμό της συχνότητας των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τον συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από μεγάλες κλινικές μελέτες για το άσθμα και τη ΧΑΠ.

Πολύ συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (παρουσιάζονται σε >1/10 ασθενείς) με τον συνδυασμό φουροϊκής φλουτικαζόνης/βιλαντερόλης ήταν κεφαλαλγία και ρινοφαρυγγίτιδα. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (παρουσιάζονται σε >1/100 έως <1/10 ασθενείς) ήταν πνευμονία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, βρογχίτιδα, γρίπη, καντιντίαση του στόματος και του φάρυγγα, στοματοφαρυγγικό άλγος, παραρρινοκολπίτιδα, φαρυγγίτιδα, ρινίτιδα, βήχας, δυσφωνία, κοιλιακό άλγος, αρθραλγία, οσφυαλγία, κατάγματα, πυρεξία και μυϊκοί σπασμοί. Έκτακτες συστολές παρατηρήθηκαν ως μη συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια (παρουσιάζεται σε >1/1.000 έως <1/100 ασθενείς). Οι σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες (παρουσιάζονται σε >1/10.000 έως < 1/1.000) ήταν αντιδράσεις υπερευαισθησίας (συμπεριλαμβανομένων της αναφυλαξίας, του αγγειοοιδήματος, του εξανθήματος και της κνίδωσης), άγχος, τρόμος, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία και παράδοξος βρογχόσπασμος. Με εξαίρεση την πνευμονία και τα κατάγματα, το προφίλ ασφάλειας ήταν παρόμοιο σε ασθενείς με άσθμα και ΧΑΠ. Στη διάρκεια κλινικών μελετών, πνευμονία και κατάγματα παρατηρήθηκαν πιο συχνά σε ασθενείς με ΧΑΠ.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΠΟΥ: Εντοπίστηκε ιός γρίπης των πτηνών σε αγελαδινό γάλα
Δεκάδες μεταλλάξεις του ιού της Covid σε άντρα που νοσούσε από κορωνοϊό για 1,5 χρόνο
Επίσκεψη Γεωργιάδη σε υγειονομικές μονάδες σε Κοζάνη και Φλώρινα