Αγγλικός όρος

angioplasty

Ορισμός

Οποιαδήποτε ενδοαγγειακή επέμβαση με την οποία διανοίγεται εκ νέου ένα στενωμένο αγγείο και αποκαθίσταται η αιματική ροή μέσα από αυτό. Συνήθως, οι αγγειοπλαστικές επεμβάσεις πραγματοποιούνται σε στεφανιαίες, καρωτίδες ή σε περιφερικές αρτηρίες οι οποίες έχουν αποφραχθεί λόγω αθηροσκλήρωσης. Κάποιες από τις πιο συνηθισμένες τεχνικές αγγειοπλαστικής είναι οι ακόλουθες: η αθηρεκτομή, με την οποία διανοίγεται κάποιο αποφραγμένο, ουλοποιημένο ή ασβεστοποιημένο αγγείο με την αφαίρεση των αθηροσκληρωτικών πλακών με αθηροτόμους ταχείας περιστροφής· η αγγειοπλαστική με μπαλονάκι, η οποία πραγματοποιείται με την διάταση του υψηλής πίεσης μπαλονιού μέσα στην αποφραγμένη αρτηρία προκειμένου να ανοίξει· η αγγειοπλαστική με τη χρήση laser και ραδιοσυχνότητας, με την οποία εξαφανίζονται ή αφαιρούνται οι αθηροσκληρωτικές πλάκες· τα ενδοαγγειακά stents, τα οποία συγκρατούν τα αγγεία ανοικτά με την εισαγωγή εκτεινόμενων πλεγμάτων κατά μήκος του στενωμένου τμήματος της αρτηρίας.

Ετυμολογία

[" + plassein, σχηματίζω]

Υπώνυμος όρος

laser coronary angioplasty
percutaneous trnasluminal coronary angioplasty
rescue angioplasty