Αγγλικός όρος

ethylene

Ορισμός

Ένα εύφλεκτο, εκρηκτικό, άχρωμο αέριο, CH2CH2, που προέρχεται από την αφυδάτωση της αιθυλικής αλκοόλης. Περιέχεται στο φωταέριο. Είναι άχρωμο και έχει μια γλυκειά γεύση αλλά μια οξεία, δυσάρεστη μυρωδιά. Είναι ελαφρύτερο από τον αέρα και διαχέεται όταν απελευθερωθεί.

Συντομογραφία

ΕΤΟ

Υπώνυμος όρος

ethylene glycol
ethylene oxide