Αγγλικός όρος

analyzer

Ορισμός

1. Μια συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της οπτικής περιστροφής που προκαλείται κατά την διέλευση του πολωμένου φωτός μέσα από κάποιο διάλυμα.
2. Συσκευή οξυγόνου που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της συγκέντρωσης του εκλυόμενου οξυγόνου, κάτι που επιτυγχάνεται με τη μέτρηση της μερικής πίεσης του οξυγόνου ή της συγκέντρωσής του.

Οι αναλυτές είναι φυσικοί, ηλεκτρικοί και ηλεκτροχημικοί και χρησιμοποιούν παραμαγνητικές, θερμικά αγώγιμες πολαρογραφικές και γαλβανικές μονάδες αντίστοιχα.

3. Κάθε συσκευή η οποία καθορίζει τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου, της χημικής ουσίας ή της δράσης η οποία μελετάται. έπάρχουν συσκευές για την ανάλυση της φωνής· της ανάλυσης του εκπνεόμενου αέρα για τον προσδιορισμό ουσιών συγκεκριμένων χημικών ουσιών όπως είναι το αλκοόλ· εικόνων κυττάρων σε κάποιο διάλυμα· και χημικών ουσιών.

Υπώνυμος όρος

automated analyzer
batch analyzer
continuous flow analyzer
discrete analyzer
parallel analyzer
pulse height analyzer