Αγγλικός όρος

articulation

Ορισμός

1. Μια άρθρωση· το σημείο στο οποίο πλησιάζουν δύο ή περισσότερα οστά.

Μπορεί να μην κινείται (όπως στην συνάρθρωση), να κινείται ελάχιστα (αμφιάρθρωση) ή να κινείται ελεύθερα (όπως στη διάρθρωση). Χόνδρος ή ινώδης συνδετικός ιστός καλύπτει την επιφάνεια σε όλες τις αρθρώσεις.

2. Η σχετική τοποθέτηση της γλώσσας και της υπερώας που είναι απαραίτητη για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου ήχου.
3. Έκφραση λέξεων ή προτάσεων.
4. Η κίνηση των αρθρικών επιφανειών μέσα στο εύρος της κίνησής τους προκειμένου να καθοριστεί η κινητικότητα της άρθρωσης ή να αντιμετωπιστεί ο πόνος της άρθρωσης.

Υπώνυμος όρος

apophyseal articulation
confluent articulation
dental articulation
working articulation