Αγγλικός όρος

nitrogen

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: Ν. Άχρωμο, άοσμο, άγευστο, αέριο στοιχείο το οποίο απαντά ελεύθερο στην ατμόσφαιρα, αποτελώντας το 80% περίπου του όγκου της. Ο ατομικός του αριθμός είναι 7 και το ατομικό του βάρος είναι 14,0067. Στοιχείο όλων των πρωτεϊνών, το άζωτο είναι απαραίτητο στη φυτική και ζωική ζωή για την κατασκευή ιστών. Γενικά, ανευρίσκεται οργανικά μόνο στη μορφή ενώσεων όπως η αμμωνία, τα νιτρώδη και τα νιτρικά. Αυτά μετατρέπονται από τα φυτά σε πρωτεΐνες και καταναλωθείσες από τα ζώα μετατρέπονται σε ζωικές πρωτεΐνες του αίματος και των ιστών.

Συντομογραφία

Ετυμολογία

[Γαλλ. nitrogene]

Υπώνυμος όρος

nitrogen cycle
nitrogen equilibrium
nitrogen fixation
nitrogen lag
liquid nitrogen
nitrogen monoxide
nitrogen mustards
nitrogen narcosis
nonprotein nitrogen