Αγγλικός όρος

diastasis

Ορισμός

1. Στη χειρουργική, η βλάβη σε κάποιο οστό στο οποίο υπάρχει διαχωρισμός μιας επίφυσης.

2. Στη φυσιολογία της καρδιάς, το τελευταίο τμήμα της διαστολής. Ακολουθεί την περίοδο της πλέον ταχείας διαστολικής πλήρωσης των κοιλιών και αποτελείται από μια περίοδο επιβραδυνόμενης εισροής αίματος από τους κόλπους στις κοιλίες, διαρκεί (στους ανθρώπους υπό μέσες συνθήκες) περίπου 0,2 sec και ακολουθείται αμέσως από κολπική συστολή.

Ετυμολογία

[Ελλ.]

Υπώνυμος όρος

diastasis recti