Αγγλικός όρος

enkephalin

Ορισμός

Ένα πενταπεπτίδιο που παράγεται στον εγκέφαλο. Έχει οπιοειδή δράση και προκαλεί αναλγησία συνδεόμενο με τους υποδοχείς των οπιοειδών στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την αντίληψη του πόνου. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνεται ο ουδός του πόνου. Οι εγκεφαλίνες μπορεί να παίζουν ρόλο στα συμπτώματα απόσυρσης από ναρκωτικές ουσίες.

Συνώνυμο

endogenous opiate- like substance