Αγγλικός όρος

encephalopathy

Ορισμός

Γενικευμένη (δηλαδή μη εντοπισμένη) εγκεφαλική δυσλειτουργία χαρακτηριζόμενη από ποικίλου βαθμού διαταραχές στην ομιλία, στη νόηση, στον προσανατολισμό και στην εγρήγορση. Σε ήπιες περιπτώσεις, η εγκεφαλική δυσλειτουργία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσω της διενέργειας ειδικών νευροψυχολογικών δοκιμασιών. Σε σοβαρές περιπτώσεις (π.χ. στα τελικά στάδια της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας), ο ασθενής μπορεί να μην αντιδρά ακόμη και στα επώδυνα ερεθίσματα.

Ετυμολογία

[" + pathos, πάθος]

Υπώνυμος όρος

bovine spongiform encephalopathy
hepaticencephalopathy
HIV encephalopathy
hypertensive encephalopathy
hypoxic encephalopathy
metabolic encephalopathy
portal- systemic encephalopathy
transmissible spongiform encephalopathy