Αγγλικός όρος

excretion

Ορισμός

1. Αποκρίματα.

2. Η απέκκριση ή αποβολή άχρηστων υλικών από το σώμα.

ΟΡΓΑΝΑ: Έντερο: Αποβάλλει άπεπτα υπολείμματα, νερό και βακτήρια. Νεφροί: Αποβάλλουν νερό, αζωτούχες ενώσεις (ουρία, ουρικό οξύ, κρεατίνη, κρεατινίνη), άλατα. Αναπνευστικό σύστημα: Αποβάλλει διοξείδιο του άνθρακα, υδρατμούς, και άλλα αέρια. Δέρμα: Αποβάλλεται μικρή ποσότητα υλικών μέσω της εφίδρωσης νερού, αλάτων και ελαχίστων ποσοτήτων ουρίας.

Ετυμολογία

[Λατ. excretio]