Αγγλικός όρος

eruption

Ορισμός

1. Εξάνθηση, έκθυση. Ένα ορατό ξέσπασμα, ιδίως μιας δερματικής βλάβης ή εξανθήματος που συνοδεύει μια νόσο, όπως η ιλαρά ή η οστρακιά.

2. Εξάνθημα. Η εμφάνιση μιας βλάβης όπως η ερυθρότητα ή στίγμα του δέρματος ή των βλεννογόνων.

3. Η ανατολή ενός δοντιού μέσα από τα ούλα Η εκβολή ενός δοντιού.

Ετυμολογία

[Λατ. erupio, ξέσπασμα]

Υπώνυμος όρος

active eruption
creeping eruption
delayed eruption
drug eruption
fixed drug eruption
passive eruption
seabather′s eruption
serum eruption