Αγγλικός όρος

epilepsy

Ορισμός

Νόσος που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντες σπασμούς, δηλαδή από επαναλαβανόμενες ανώμαλες ηλεκτρικές εκφορτίσεις στον εγκέφαλο. Η επιληψία είναι διαδεδομένη νόσος, εντοπίζεται στο 2- 3% του πληθυσμού. Η επίπτωσή της είναι υψηλότερη στα παιδιά (ηλικίας δηλαδή κάτω των 10 ετών) και στα ηλικιωμένα άτομα (δηλαδή άνω των 70 ετών), ενώ η οι έφηβοι και οι ενήλικες προσβάλλονται σπανιότερα.

Η Διεθνής Ομοσπονδία κατά της Επιληψίας ταξινομεί τις επιληψίες ως μερικές (εστιακές), γενικευμένες ή αταξινόμητες. Οι γενικευμένοι σπασμοί προκαλούνται από ηλεκτρικές εκφορτίσεις που αφορούν και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Οι τονικοκλονικοί σπασμοί (κατά τους οποίους υπάρχει απώλεια συνείδησης με βίαιες κινήσεις των άκρων) και οι αφαιρέσεις (κατά τις οποίες υπάρχει σύντομη διακοπή της συνείδησης και της δραστηριότητας) αποτελούν δύο παραδείγματα γενικευμένων σπασμών. Οι διαταραχές εστιακών σπασμών αρχίζουν συνήθως με εστιακές ή τοπικές εκφορτίσεις σε ένα σημείο του εγκεφάλου (και του σώματος), ενώ σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γενικευθούν. Όταν ο ασθενής παραμένει σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου σπασμών, η κρίση θεωρείται απλή και εστιακή. Όταν εμφανίζεται απώλεια συνείδησης μετά από μια εστιακή κρίση, το σύνδρομο θεωρείται εστιακό και σύνθετο.

Ασθενείς που πάσχουν από υποτροπιάζοντα επεισόδια συμπτωμάτων απόσυρσης από το αλκοόλ ή από συχνά επεισόδια σοβαρής υπογλυκαιμίας, υπερασβεστιαιμίας ή άλλες παρόμοιες μεταβολικές διαταραχές, μπορεί να εκδηλώσουν επαναλαμβανόμενους σπασμούς, δεν θεωρείται όμως ότι έχουν επιληψία, εάν οι σπασμοί σταματήσουν μετά τη θεραπεία της υποκείμενης διαταραχής.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΊΑ Η επιληψία μπορεί να προκύψει από συγγενή ή επίκτητη εγκεφαλική νόσο. Νεογνά που γεννώνται με λιποαποθηκευτικές νόσους, οζώδη σκλήρυνση ή φλοϊκή δυσπλασία, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν υποτροπιάζοντες σπασμούς, όπως και τα παιδιά που γεννήθηκαν με ενδοκρανιακή αιμορραγία ή ανοξική βλάβη του εγκεφάλου. Οι ενήλικες μπορεί να εκδηλώσουν επιληψία ως αποτέλεσμα εγκεφαλικού επεισοδίου, όγκων, αποστημάτων, τραύματος του εγκεφάλου, εγκεφαλίτιδας ή μηνιγγίτιδας, ουραιμίας ή πολλών άλλων παθήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, η υποκείμενη διαταραχή δεν μπορεί να καθοριστεί.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν από τη σχεδόν αδιόρατη μεταβολή του επιπέδου συνείδησης, όπως συμβαίνει στις αφαιρέσεις, μέχρι την πλήρη απώλεια συνείδησης, την κραυγή, την πτώση, τους τονι-κοκλονικούς σπασμούς όλων των άκρων και την αμνησία για το συμβάν. Σε μερικά επεισόδια προηγείται μια αύρα, ενώ άλλα δεν έχουν κανένα προειδοποιητικό σημείο. Άλλες μορφές επιληψίας περιορίζονται σε μυϊκές συσπάσεις μιας εντοπισμένης περιοχής ή σε μια μόνο πλευρά του σώματος.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η διάγνωση της επιληψίας τίθεται μετά από προσεκτική εκτίμηση του ιστορικού του ασθενούς, υποβοηθούμενη από διαγνωστικές εξετάσεις. Τυπικά, αυτές περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος για διαπίστωση μεταβολικών διαταραχών, απεικονιστικές εξετάσεις εγκεφάλου με MRI ή CT και ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Η διαφορική διάγνωση της επιληψίας περιλαμβάνει πολλές άλλες νόσους που χαρακτηρίζονται από απώλεια συνείδησης, όπως οι ψευδοκρίσεις, η συγκοπή, τα παροδικά ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, η ορθοστατι-κή υπόταση και η ναρκοληψία, μεταξύ άλλων.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η διαθέσιμη φαρμακευτική θεραπεία χρησιμοποιείται είτε για την πρόληψη είτε για τον έλεγχο των υποτροπιαζόντων σπασμών. Τα συνηθέστερα αντιεπιληπτικά φάρμακα περιλαμβάνουν τη φανυτοίνη ή την καρβαμαζεπί-νη για τους εστιακούς σπασμούς, το βαλπροϊκό οξύ για τις αφαιρέσεις, και οποιοδήποτε από τα ανωτέρω φάρμακα ή τη φαινοβαρβιτάλη, μαζί ή χωρίς νεότερα φάρμακα, όπως η γκαμπαπεντίνη ή η λαμοτριγίνη, για τους γενικευμένους σπασμούς. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να έχουν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες και πολλοί από αυτούς έχουν ένα ευρύ φάσμα αλληλεπιδράσεων.

Η χειρουργική θεραπεία για την αφαίρεση μια επιληπτογόνου εστίας χρησιμοποιείται μερικές φορές για την αντιμετώπιση σπασμών που δεν μπορούν να ελεγχθούν με τη φαρμακευτική αγωγή. Σε εξειδικευμένα νευροχει-ρουργικά κέντρα, η διαδικασία αυτή μπορεί να θεραπεύσει ή να μειώσει την επίπτωση της επιληψίας στο 75% των ασθενών.

Ετυμολογία

[Ελλ. epilepsia, επιληψία]

Υπώνυμος όρος

auditory epilepsy
catamenial epilepsy
intractible epilepsy
Lennox- Gastaut syndrome epilepsy
menstrual epilepsy
photogenic epilepsy
reflex epilepsy
sleep epilepsy
temporal lobe epilepsy
traumatic epilepsy