Αγγλικός όρος

drug action

Ορισμός

Η δράση ενός φαρμάκου σε διάφορα συστήματα του ανθρωπίνου οργανισμού.

Τοπική: Όταν ένα φάρμακο τοποθετείται τοπικά ή απευθείας στον ιστό ή στο όργανο, μπορεί να αντιδράσει με την κυτταρική μεμβράνη ή να εισέλθει στο κύτταρο. Η δράση του μπορεί να είναι (1) στυπτική όταν το φάρμακο προκαλεί τη συστολή του κυττάρου ή του ιστού, (2) διαβρωτική όταν το φάρμακο είναι τόσο ισχυρό ώστε να καταστρέφει τα κύτταρα ή (3) ερεθιστική όταν το φάρμακο σε σημαντικό βαθμό αντιδρά με τα κύτταρα και εμποδίζει τη λειτουργία τους.

Γενικευμένη ή συστηματική: Αυτή η μορφή δράσης παρατηρείται όταν ένα φάρμακο εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος είτε αφού απορροφηθεί είτε μετά από άμεση έγχυση, επιδρώντας με τον τρόπο αυτό σε ιστούς και όργανα που δε βρίσκονται κοντά στο σημείο εισόδου. Η συστηματική δράση μπορεί να είναι (1) ειδική, όταν θεραπεύει μόνο κάποιο συγκεκριμένο νόσημα· (2) υποκατάστασης, όταν αναπληρώνει τις ουσίες που βρίσκονται σε έλλειμμα στον οργανισμό· (3) φυσική, όταν μερικά συστατικά των κυττάρων διαλύονται λόγω της δράσης του φαρμάκου στην αιματική κυκλοφορία· (4) χημική, όταν το φάρμακο ή μερικές από τις ουσίες του συνδέονται με τα συστατικά των κυττάρων ή των οργάνων και σχηματίζουν καινούργιους χημικούς σχηματισμούς· (5) δράση μέσω όσμωσης, που προκαλείται από την διάλυση αλάτων (αλλά επίσης και οξέων, ζάχαρης ή αλκάλεων) στο στόμαχο ή στο έντερο από υγρά που προέρχονται από το αίμα και από τους ιστούς· ή δράση μέσω διάχυσης, όταν το νερό απορροφάται από κύτταρα της λέμφου· (6) εκλεκτική όταν η δράση προέρχεται από φάρμακα που επηρεάζουν συγκεκριμένους ιστούς και όργανα· (7) συνεργική, όταν κάποιο φάρμακο επιτείνει τη δράση κάποιου άλλου· (8) ανταγωνιστική, όταν ένα φάρμακο δρα ανταγωνιστικά ως προς κάποιο άλλο· (9) φυσιολογική, όταν ένα φάρμακο ασκεί ευεργετική δράση, παρόμοια με κάποια που φυσιολογικά ασκεί ο οργανισμός· (10) θεραπευτική, όταν η δράση του φαρμάκου είναι η αντιμετώπιση ενός νοσήματος ή η επιδιόρθωση οργάνων ή ιστών που έχουν υποστεί κάποια βλάβη· (11) προκαλώντας παρενέργειες, όταν έχει μια μη επιθυμητή δράση· (12) εμπειρική, όταν οι δράσεις του δεν έχουν αποδειχθεί με βάση κλινικές και εργαστηριακές δοκιμασίες ότι είναι αποτελεσματικές, ή (13) τοξική, όταν το φάρμακο έχει τοξική ή ανεπιθύμητη δράση, η οποία γενικά είναι συνέπεια μακρόχρονης χρήσης ή υπερδοσολογίας.

Συσσωρευτική: Ορισμένα φάρμακα απεκκρίνονται ή απορροφώνται βραδέως με αποτέλεσμα μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις, το φάρμακο να συσσωρεύεται μέσα στον οργανισμό και να έχει τοξική δράση. Τέτοια φάρμακα δεν θα πρέπει να χορηγούνται για μεγάλες περιόδους.

Ασύμβατη: Ανεπιθύμητες παρενέργειες παρατηρούνται όταν ορισμένα φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην ανταγωνιστική δράση ενός φαρμάκου με τα υπόλοιπα ή σε μια διασταυρούμενη αντίδραση, όπου το ένα φάρμακο απενεργοποιεί κάποιο άλλο (π.χ. μείγμα ορισμένων φαρμάκων που χορηγούνται ως ενδοφλέβια σκευάσματα).