Αγγλικός όρος

glycemic index

Ορισμός

Μία αναλογία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα μίας τροφής να αυξάνει το σάκχαρο του αίματος συγκρινόμενη με την κατανάλωση είτε γλυκόζης είτε λευκού ψωμιού ως πρότυπο. Τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη έχουν αποτέλεσμα αργή άνοδο και χαμηλότερη μέγιστη αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος σε σχέση με τροφές που έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη. Η κατανάλωση τροφών με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη μπορεί να συνεισφέρει στην ρύθμιση των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη. Μία άλλη χρήση του δείκτη είναι για την επιλογή τροφών που αυξάνουν τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος, π.χ. μετά από έντονη άσκηση.

Κύριος όρος

index