Αγγλικός όρος

gene

Ορισμός

Η βασική μονάδα της κληρονομικότητας, αποτελούμενη από DNA, τον κώδικα για συγκεκριμένες πρωτεΐνες. Κάθε γονίδιο καταλαμβάνει συγκεκριμένη θέση σε ένα χρωμόσωμα. Τα γονίδια αποτελούν αυτοαναπαραγόμενες αλληλουχίες νουκλεοτιδίων του DNA, που υπόκεινται σε τυχαίες δομικές αλλαγές, τις μεταλλάξεις. Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά ελέγχονται από ζεύγη γονιδίων στην ίδια θέση σε κάποιο ζεύγος χρωμοσωμάτων. Αυτά τα γονιδιακά ζεύγη, ή αλληλόμορφα, μπορεί να είναι και τα δύο επικρατή ή και τα δύο υπολειπόμενα, όσον αφορά στην έκφραση του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού. Σε κάθε περίπτωση, το άτομο είναι ομόζυγο για το χαρακτηριστικό που ελέγχεται από αυτό το γονιδιακό ζεύγος. Αν το γονιδιακό ζεύγος αποτελείται από ένα επικρατές και ένα υπολειπόμενο γονίδιο, το άτομο είναι ετερόζυγο για το χαρακτηριστικό που ελέγχεται από αυτό το γονιδιακό ζεύγος. Βλ.: εικόνα

Πληθυντικός

genes

Ετυμολογία

Ελλ. gentian, γεννώ

Υπώνυμος όρος

alleclic gene
complementary gene
histocompatibility gene
holandric gene
homeobox gene
housekeeping gene
immune response gene
inhibiting gene
lethal gene
modifying gene
mutant gene
operator gene
gene p53
pleiotropic gene
post-transcriptional gene silencing
presenilin gene
RB gene
recessive gene
regulator gene
sex-linked gene
structural gene
susceptibilit gene
tumor suppressor gene
X-linked gene