Αγγλικός όρος

electronegative

Ορισμός

1. Η σχετικη έλξη ενός πυρηνα για τα ηλεκτρόνια. Με βάση τον περιοδικό πίνακα, το περισσότερο ηλεκτροαρνητικό άτομο είναι το φθόριο (άνω δεξιά), με μειούμενη ηλεκτροαρνητικότητα καθώς προχωρά κανείς προς τα κάτω και αριστερά.

2. Ο φορτισμένος με αρνητικό ηλεκτρισμό, γεγονός που οδηγεί σε έλξη θετικά φορτισμένων σωματιδίων και απώθηση αρνητικά φορτισμένων σωματιδίων.

Ετυμολογία

["+ Λατ. negare, αρνούμαι]