Αγγλικός όρος

interleukin

Ορισμός

Ένας τύπος κυτταροκινών που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των λευκοκυττάρων και άλλων κυττάρων ενεργών στην φλεγμονή ή στην ειδική ανοσολογική απάντηση. Το αποτέλεσμα είναι μία μεγιστοποιημένη απάντηση σε έναν μικροοργανισμό ή σε άλλο ξένο αντιγόνο.

Συντομογραφία

IL

Υπώνυμος όρος


interleukin-1
beta interleukin
interleukin-2
interleukin-3
interleukin-4
interleukin-5
interleukin-6
interleukin-7
interleukin-8
interleukin-9
interleukin-10
interleukin-11
interleukin-12
interleukin-13
interleukin-14
interleukin-15
interleukin-16
interleukin-17
interleukin-18