Αγγλικός όρος

candidiasis

Ορισμός

Μόλυνση του δέρματος ή των βλεννογόνων μεμβρανών από οποιοδήποτε είδος Candida αλλά κυρίως από την Candida albicans. Τα είδη Candida αποτελούν τμήμα της φυσιολογικής χλωρίδας του σώματος. Η candida αναπτύσσεται σε θερμές, υγρές περιοχές προκαλώντας επιπόλαιες μολύνσεις του στόματος, του κόλπου, των νυχιών και των δερματικών πτυχών των υγιών ανθρώπων. Σε ασθενείς με ανοσοα-νεπάρκειες, κεντρικές φλεβικές γραμμές και εγκαύματα ή σε εκείνους που υποβάλλονται σε περιτοναϊκή διάλυση, μπορεί να εισβάλλει στην κυκλοφορία προκαλώντας γενικευμένες μολύνσεις.
Βλ.: εικόνα


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι μολύνσεις με Candida προκαλούνται λογω διαταραχής της σύστασης της φυσιολογικής χλωρίδας ή μεταβολές στην άμυνα του ξενιστή. Η αντιβιοτική θεραπεία, η οποία καταστρέφει τα βακτήρια της φυσιολογικής χλωρίδας, και η εισπνεόμενη ή συστηματική θεραπεία με κορτικοστεροειδή που μειώνουν τη δραστηριότητα των λευκών αιμοσφαιρίων, αποτελούν κοινές διαδικασίες οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν καντιντίαση. Η αιδοιοκολπική καντιντίαση είναι συνήθης κατά την εγκυμοσύνη, πιθανώς ως το αποτέλεσμα αυξημένων επιπέδων οιστρογόνων.

ΚΑΝΤΙΝΤΙΑΣΗ

Μόλυνση των βάσεων των νυχιών (παρονυχία) μπορεί να συμβεί σε ανθρώπους τα χέρια των οποίων τοποθετούνται συχνά σε νερό, ή που φορούν κλειστά γάντια, ή λαμβάνουν χημειοθεραπεία. Η χρόνια βλεννογονο-δερματική καντιντίαση είναι συνήθης μεταξύ ασθενών με AIDS ή άλλες ανοσοκατασταλτικές ασθένειες. Οι συστηματικές μυκητιασικές μολύνσεις μπορεί να εντοπίζονται σε οποιοδήποτε όργανο, περιλαμβανομένου του εγκεφάλου, της καρδιάς, των νεφρών και των ματιών.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Οι στοματικές εξελκώσεις (άφθες) είναι ανορθωμένες, λευκές κηλίδες οι οποίες μπορούν εύκολα να αποξεσθούν, αποκαλύπτοντας μια ερυθρή, ερεθισμένη επιφάνεια. Οι δερματικές αλλοιώσεις είναι κόκκινες και κατακερματισμένες, και εντοπίζονται συνήθως στις δερματικές πτυχές του οσχέου ή της κοιλίας και κάτω από χαλαρά στήθη. Οι κολπικές μολύνσεις χαρακτηρίζονται από λευκό, τυρώδες έκκριμα και κνησμό. Η θολή όραση είναι το πρώτο σύμπτωμα το οποίο σημειώνεται στην οφθαλμική καντιντίαση. Τα συμπτώματα, τα οποία προκαλούνται από συστηματικές μολύνσεις, εξαρτώνται από την έκταση της μόλυνσης και το προσβεβλημένο όργανο, δηλ. από το εάν η Candida εισβάλλει στην καρδιά, στον οισοφάγο, στις μήνιγγες, στους νεφρούς ή στους πνεύμονες. Η σηψαιμία λόγω Candida μπορεί να προκαλέσει πυρετό, ρίγη και καταπληξία με ολιγουρία η οποία οδηγεί σε νεφρική ανεπάρκεια.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η στοματική καντιντίαση αντιμετωπίζεται με απλή δόση φλουκοναζόλης ή με παστίλιες κλοτριμαζόλης ή στοματικά διαλύματα νυστατίνης (τα οποία πρέπει να διατηρηθούν στο στόμα για αρκετά λεπτά πριν από την κατάποση) για 14 ημέρες. Τοπικές μορφές αμ-φοτερικίνης Β, κλοτριμαζόλης, εκοναζόλης, νυ-στατίνης ή μυκοναζόλης είναι αποτελεσματικές έναντι δερματικών μολύνσεων. Η φλουκονα-ζόλη χρησιμοποιείται έναντι στοματικών ή κολπικών μολύνσεων ασθενών με AIDS. Η αμφο-τερικίνη Β, η φλουκυτοσίνη και η κετοκοναζό-λη αποτελούν τα φάρμακα εκλογής για τη θεραπεία ασθενών με συστηματικές μολύνσεις, εκτός αν έχουν εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ου-δετεροφίλων (ουδετεροπενία), το οποίο τους προδιαθέτει για μόλυνση, περίπτωση στην οποία χορηγείται φλουκοναζόλη. Για ασθενείς με παθήσεις των νεφρών, η κετοκοναζόλη έχει το πλεονέκτημα του μεταβολισμού στο ήπαρ και της αποβολής με τα κόπρανα. Ορισμένα στελέχη Candida, είναι ανθεκτικά στη φλουκοναζόλη. Οι έγκυες γυναίκες οφείλουν να συμβουλεύονται το γυναικολόγο τους προτού πάρουν ή εφαρμόσουν αυτά τα φάρμακα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι ασθενείς με άφθες χρήζουν εξηγήσεων σχετικά με την ανάγκη να κάνουν πλύσεις με διαλύματα νυ-στατίνης στο στόμα τους για αρκετά λεπτά πριν την κατάποση ώστε να λάβουν τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια. Παρέχεται μη ερεθιστικό στοματικό διάλυμα και μαλακή οδοντόβουρτσα προκειμένου να μαλακώσουν οι σκληρές εκκρίσεις χωρίς να προκληθεί ερεθισμός. Ένα τοπικό ανα