Αγγλικός όρος

breast cancer

Ορισμός

Κακόηθες νεόπλασμα (συνήθως αδενοκαρκίνωμα) του μαστού, αποτελεί την πιο συχνή κακοήθεια των Αμερικανίδων και την κύρια αιτία θανάτου στις Αμερικανίδες ηλικίας 40-55 ετών. Το 2003 ο Αμερικανικός Σύλλογος Καρκίνου εκτίμησε ότι θα διαγνωσθούν 211.000 νέες περιπτώσεις με διηθητικό καρκίνο του μαστού και ότι 40.000 θα καταλήξουν από αυτόν. Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται συνήθως ως μία εμφανής μάζα σε έναν μαστό, αν και αρχικά μπορεί να γίνει εμφανής με την έκκριση υγρού από τη θηλή, την εισολκή της θηλής, το εντύπωμα του δέρματος ή το ασύμμετρο οίδημα του μαστού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναγνώριση του καρκίνου γίνεται από τις γυναίκες που εξετάζουν τον μαστό τους. Ένας μικρότερος, αλλά σημαντικός αριθμός ανιχνεύεται με την εξέταση από κάποιον ειδικό ή με τη μαστογραφία. Κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται περίπου 1.000 άνδρες με καρκίνο του μαστού. Ο καρκίνος του μαστού έχει διάφορες παθολογικές παραλλαγές. Το πορώδες καρκίνωμα in situ, η πιο εντοπισμένη μορφή της νόσου, αντιπροσωπεύει ένα προδιηθητικό στάδιο του καρκίνου του μαστού, το οποίο θα εξαπλωθεί, αν μείνει αθεράπευτο. Άλλοι ιστολογικοί τύποι περιλαμβάνουν το λοβώδες καρκίνωμα, το διηθητικό πορώδες καρκίνωμα, το φλεγμονώδες καρκίνωμα και τη νόσο Paget της θηλής.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Υπάρχουν διάφοροι γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του μαστού.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Η εμφανής μάζα του μαστού, το αιματηρό, σκουρόχρωμο ή ορώδες έκκριμα από τη θηλή, ή/και η οζώδης ή συμπαγής σύσταση του μαστού αποτελούν τα πιο συχνά συμπτώματα του καρκίνου.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η τακτική αυτοεξέταση του μαστού, η εξέταση από κάποιον ειδικό και η μαστογραφία αποτελούν τα κλειδιά για τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου. Όλοι αυτοί οι προσυμπτωματικοί έλεγχοι εξακριβώνουν πολλές περισσότερες καλοήθεις βλάβες από ότι κακοήθεις, ειδικά σε νέες ασθενείς, ενώ καμιά από αυτές τις τεχνικές δεν μπορεί να αποκλείσει οριστικά τον καρκίνο του μαστού. Περισσότερο από το 70% των βλαβών που διαγιγνώσκονται με τη μαστογραφία, είναι, για παράδειγμα, καλοήθεις και στο 15% των περιπτώσεων η μαστογραφία θα αποτύχει να ανιχνεύσει βλάβες που είναι πραγματικά κακοήθεις. Αν αναγνωριστεί μια ύποπτη μάζα, θα πρέπει να εκτελεστεί βιοψία δια βελόνης, κωνοειδής βιοψία ή βιοψία δια εκτομής, ώστε να ληφθεί ιστός για ανάλυση. Πριν τη βιοψία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπερηχογραφία, ώστε να αναγνωριστούν συμπαγείς μάζες και κύστες. Οι συμπαγείς μάζες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι κακοήθεις από ό,τι οι κύστεις.

ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ: Το μέγεθος του όγκου και η πιθανή μετάστασή του στο θωρακικό τοίχωμα, το δέρμα, τη μασχάλη ή απομακρυσμένες περιοχές μπορούν να καθορίσουν το στάδιο του καρκίνου του μαστού. Η λεμφική χαρτογράφηση κατά τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανεύρεση μεταστάσεων σε λεμφαδένες φρουρούς και να καθορίσουν τη θεραπεία. Η σταδιοποίηση παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την ανάγκη ειδικών μορφών θεραπείας και για την πρόγνωση.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η βιοψία προτείνεται συνήθως για κάθε μάζα του μαστού, η οποία δεν υποχωρεί αυτόματα εντός ενός ή δύο εμμηνορυσιακών κύκλων. Τα αρνητικά αποτελέσματα από τη μαστογραφία και την υπερηχογραφία δεν είναι πάντα αρκετά ακριβή, ώστε να αποκλείσουν την ύπαρξη κακοήθειας.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Προσφέρονται συνδυασμένες επιλογές (συμπεριλαμβανομένων της χειρουργικής επέμβασης, της ακτινοβολίας ή της φαρμακευτικής θεραπείας) σε πολλές γυναίκες με καρκίνο του μαστού, ανάλογα με την εμμηνοπαυσιακή τους κατάσταση και το στάδιο της νόσου τη χρονική στιγμή της διάγνωσης. Σε ασθενείς σταδίου Ι ή ΙΙ μπορεί να γίνει, είτε τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή, είτε αφαίρεση του όγκου με εκτομή των μασχαλιαίων λεμφαδένων και ακτινοθεραπεία, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν αντενδείξεις για καθεμία από αυτές τις επιλογές. Σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με όγκους πάνω από 1 cm, η επικουρική χημειοθεραπεία παρατείνει το προσδόκιμο ζωής, πιθανώς με την καταστροφή μικροσκοπικών μεταστάσεων. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα χημειοθεραπευτικά σχήματα περιλαμβάνουν το CMF (κυκλοφωσφαμίδη, μεθοτρε-ξάτη και φθοριοουρακίλη) ή το CA (κυκλοφωσφαμίδη και δοξορουβικίνη {αδριαμυκίνη}). Αυτά τα ίδια σχήματα χορηγούνται και στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στις οποίες ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στους μασχαλιαίους λεμφαδένες. Ωφέλιμες επίσης είναι οι ορμονικές θεραπείες, όπως η ταμοξιφαίνη, ειδικά σε ασθενείς με θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς και σε μεγαλύτερες γυναίκες, οι οποίες ενδέχεται να μην ανεχθούν τα έντονα χημειοθεραπευτικά σχήματα. Μετά τη χειρουργική επέμβαση, μερικές γυναίκες επιλέγουν την πλαστική επιδιόρθωση του μαστού, είτε με εμφυτεύματα, είτε με την χρήση κρημνών που λαμβάνονται από τους κοιλιακούς μυς. Αν ο καρκίνος υποτροπιάσει μετά από τη θεραπεία, επιχειρείται κάποιες φορές η χορήγηση χημειοθεραπείας υψηλής δόσης και η μεταμόσχευση περιφερικών αρχέγονων κυττάρων, αν και η αξία τους δεν έχει αποδειχτεί ακόμα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Προσδιορίζονται τα συναισθήματα της ασθενούς και η γνώση της σχετικά με τη νόσο. Παροτρύνεται να εκφράσει τους φόβους και τις ανησυχίες της, ενώ η οικογένειά της ή οι νοσηλευτές και οι ιατροί μένουν μαζί της σε περιόδους άγχους ή αγωνίας. Αν προγραμματίζεται χειρουργική επέμβαση, τις παρέχονται εξηγήσεις σχετικά με τη διαδικασία, τη μετεγχειρητική φροντίδα και τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Χορηγείται η προσδιορισμένη χημειοθεραπεία και η ασθενής παρακολουθείται για δυσμενείς αντιδράσεις, όπως ναυτία, έμετος, ανορεξία, στοματίτιδα, έλκος του γαστρεντερικού, λευκοπενία, θρομβοκυτταροπενία και αιμορραγία, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν νωρίς. Αξιολογείται το βάρος και η θρέψη της ασθενούς. Αν έχει εφαρμοσθεί ακτινοθεραπεία, επισκοπείται το δέρμα για ερυθρότητα, ερεθισμό ή λύση. Χορηγούνται αναλγητικά, ενώ εφαρμόζονται μη επεμβατικά νοσηλευτικά μέτρα για την ανακούφιση του άλγους, τα οποία διδάσκονται και στις ασθενείς. Επίσης εφαρμόζονται ανακουφιστικά μέτρα για τη χαλάρωση και την ανάπαυση της ασθενούς, καθώς και για την υποχώρηση του άγχους. Αν υπάρξει ακινησία αργότερα κατά την πορεία της νόσου, η προσεκτική αλλαγή της θέσης, η άριστη φροντίδα του δέρματος, η αναπνευστική γυμναστική (παροχέτευση βρογχικών εκκρίσεων) και τα στρώματα χαμηλής πίεσης, χρησιμοποιούνται για την αποτροπή επιπλοκών (λύση του δέρματος, αναπνευστικά προβλήματα, παθολογικά κατάγματα). Αξιολογείται η ικανότητα αντιμετώπισης της κατάστασης από την ασθενή και την οικογένειά της, ώστε αν καταστεί αναγκαίο, να υπάρχει η δυνατότητα παραπομπής για την παροχή συμβουλών και υποστήριξης.