Αγγλικός όρος

coccidioidomycosis

Ορισμός

Μόλυνση με τον παθογόνο μύκητα Coccidioides immitis, ένα σπορογόνο μύκητα, ο οποίος ευρίσκεται στο έδαφος. Τα σπόρια του μύκητα (τα οποία ονομάζονται αρθροκονίδια) κυκλοφορούν στον αέρα, όταν αναταραχθεί το έδαφος, π.χ., κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών έργων, αμμοθύελας ή σεισμών. Άτομα τα οποία εισπνέουν τα σπόρια μπορεί να αναπτύξουν ενεργή, ή υποκλινική λοίμωξη.

Περίπου το 80% των κατοίκων των Νοτιοδυτικών και Δυτικών Πολιτειών παρουσιάζουν θετική αντίδραση στις δερματικές δοκιμασίες, οι οποίες ταυτοποιούν εκείνους που έχουν μολυνθεί. Συνήθως, αυτές οι μολύνσεις είναι ασυμπτωματικές και δε χρήζουν θεραπείας. Περίπου στο 10% των ασθενών, αναπτύσσεται πυρετός, βήχας, πλευρίτιδα και εξανθήματα όπως πολύμορφο ερύθημα. Μπορεί να παρατηρηθούν κοκκιώματα σε ακτινογραφίες θώρακα ασθενών με μυκητησιακή πνευμονία. Η συστηματική μόλυνση, η οποία περιλαμβάνει το δέρμα και τις μήνιγγες, παρατηρείται σε λιγότερο από το 1% των ασθενών, αλλά συχνά είναι θανατηφόρος. Οι πάσχοντες αντιμετωπίζονται με μακροπρόθεσμη χορήγηση φλουκοναζόλης, ή με αμφοτερικίνη Β. Αυτά τα φάρμακα έχουν συχνότητα επιτυχίας 50% με 70%.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ο διαγνωστικός έλεγχος της λοίμωξης περιλαμβάνει τη συλλογή αίματος, πτυέλων, πύου από τις πληγές και ιστού για βιοψίες χρησιμοποιώντας αυστηρές προφυλάξεις για τις εκκρίσεις. Παρέχεται επίσης μια αρχική δερματική δοκιμασία, καθότι τόσο η πρωτογενής όσο και η γενικευμένη μορφή παράγουν θετική αντίδραση κοκκιδιοειδίνης. Ο αυξανόμενος τίτλος αντισωμάτων στον ορό, ή στα σωματικά υγρά υποδηλώνει γενίκευση της λοίμωξης. Επιπρόσθετες εξετάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την εξέταση πλευριτικού, εγκεφαλονωτιαίου και αρθρικού υγρού για την παρουσία αντισωμάτων. Μετά από τη διάγνωση, πραγματοποιούνται διαδοχικές δερματικές δοκιμασίες, καλλιέργειες αίματος και ορολογικές δοκιμασίες, προκειμένου να τεκμηριωθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Προειδοποιείται ο ασθενής να μην ξεπλύνει τον κύκλο που έχει σχεδιασθεί στο δέρμα του για διαδοχικές δοκιμασίες, καθώς βοηθά στην ανάγνωση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Οι περισσότεροι ασθενείς με πρωτογενή λοίμωξη, αναρρώνουν χωρίς θεραπεία. Οι ασθενείς με γενικευμένη λοίμωξη απαιτούν παρατεταμένη χημειοθεραπεία. Χορηγείται αμφοτερικίνη Β για 1 ως 3 μήνες. Η μηνιγγίτιδα εξαιτίας του Coccidioides immitis, αντιμετωπίζεται με αμφοτερικίνη Β, η οποία ενίεται απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ: Για την πρωτογενή λοίμωξη, η πρόγνωση είναι ευνοϊκή. Η γενικευμένη λοίμωξη συχνά είναι θανατηφόρος.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Στην ήπια πρωτογενή λοίμωξη, συνιστάται κατάκλιση και επαρκής πρόσληψη υγρών. Ο ασθενής παρακολουθείται για δυσκολίες στην αναπνοή. Εάν παρουσιασθεί αρθραλγία, χορηγούνται τα ενδεικνυόμενα αναλγητικά. Εάν ο ασθενής φέρει εκδορές με έκκριμα, ο ασθενής και η οικο-γένειά του συμβουλεύονται για τις αυστηρές προφυλάξεις έναντι των εκκρίσεων, περιλαμβανομένης της τεχνικής επίδεσης χωρίς άγγιγμα και της προσεκτικής υγιεινής των χεριών. Στη γενίκευση της λοίμωξης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ο ασθενής παρακολουθείται στενά για μειωμένο επίπεδο συνείδησης, ή μεταβολές της διάθεσης, ή των αισθημάτων του.

Πριν από την ενδοραχιαία χορήγηση αμφοτερικίνης Β, εξηγείται η διαδικασία στον ασθενή, στον οποίο επιβεβαιώνεται ότι θα του χορηγηθεί τοπικό αναισθητικό πριν από την οσφυι-κή παρακέντηση. Εάν ο ασθενής πρέπει να λάβει ενδοφλέβια αμφοτερικίνη Β, χορηγείται ως ενδείκνυται μια δοκιμαστική δόση. Εάν είναι ανεκτή, τότε εγχύεται αργά η υπόλοιπη (η ταχεία έγχυση μπορεί να προκαλέσει κυκλοφοριακή κατάρρευση). Η δόση (αλλά όχι ο ρυθμός έγχυσης) αυξάνεται προοδευτικά ως ενδείκνυται. Κατά την έγχυση, παρακολουθούνται τα ζωτικά σημεία του ασθενούς. Μπορεί να ανέβει η θερμοκρασία και ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει ρίγη και υπόταση 1 με 2 ώρες μετά από την έναρξη της έγχυσης, αλλά αυτά πρέπει να υποχωρήσουν εντός 4 ωρών μετά το πέρας της έγχυσης. Εξετάζεται η πρόσληψη και αποβολή υγρών και σημειώνεται οποιαδήποτε ολιγοουρία ή ανου-ρία. Αξιολογούνται τα εργαστηριακά αποτελέσματα για ανεβασμένα επίπεδα ουρίας, αζώτου και κρεατινίνης στο αίμα και υποκαλιαιμία. Προκειμένου να απαλυνθούν οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις στην αμφοτερικίνη Β, χορηγούνται ως ενδείκνυνται αντιεμετικά, αντιισταμινικά ή μικρές δόσεις κορτικοστεροειδών. Επισημαίνεται στον ασθενή να αναφέρει αμέσως οποιαδήποτε απώλεια της ακοής, εμβοές, ζάλη, πονοκέφαλο, θολή όραση, διπλωπία και δυσκολία στην αναπνοή. Τα εργαστηριακά ευρήματα εξετάζονται επίσης για δυσκρασίες αίματος και ηπατική ανεπάρκεια. Παρακολουθείται ο ασθενής για παραληρήματα, καρδιακές αρρυθμίες, αναπνευστική δυσχέρεια, αιμοραγική γαστρεντερίτιδα, εξαγγείωση του φαρμάκου και αναφυλα-κτοειδείς αντιδράσεις. Πληροφορείται ο ασθενής ότι η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες και δίδεται έμφαση στη σημασία της συνεργασιμότητάς του στη θεραπευτική αγωγή και στις προτεινόμενες επακόλουθες εξετάσεις.

Συνώνυμο

San Joaquin valley fever

Ετυμολογία

["+ eidos, είδος + mykes, μύκητας + -osis, κατάσταση]