Αγγλικός όρος

feces

Ορισμός

Απόβλητα του οργανισμού όπως υπολείμματα τροφής, βακτήρια, επιθήλια και βλέννη που αποβάλλονται από το έντερο διαμέσου του πρωκτού.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Ο συνολικός όγκος των κοπράνων σε έναν υγιή άνθρωπο με μία μέση δίαιτα είναι 100 με 200 g ημερησίως. Από αυτά, το 65% είναι νερό και το υπόλοιπο στερεά υλικά. Το αποβαλλόμενο άζωτο είναι λιγότερο από 1,7 g ημερησίως. Τα κόπρανα σχηματίζονται από υπολείμματα τροφής που περιλαμβάνουν άπεπτη κυταρίνη· νερό· εκκρίσεις από αδένες του εντέρου, του στομάχου και του παγκρέατος· ινδόλη· σκατόλη· χολεστερόλη· βλέννη και επιθηλιακά κύτταρα· βάσεις πουρίνης· χρωστικές· μικροοργανισμούς· ανόργανα άλατα και μερικές φορές ξένα συστατικά. Η φυσιολογική αντίδραση είναι ουδέτερη ή ελαφρά αλκαλική. Τα κόπρανα των βρεφών είναι συνήθως όξινα.

ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΟΠΡΑΝΩΝ: Η επισκόπηση πρέπει να περιλαμβάνει το χρώμα, τη μορφή, τη σύσταση, την οσμή και την παρουσία κάθε παρατηρούμενου ξένου συστατικού.

Χρώμα: Το χρώμα μπορεί να καταδεικνύει ποικίλες διαταραχές. Μαύρο ή στο χρώμα της πίσσας κόπρανα είναι ενδεικτικά αιμορραγίας στη γαστρεντερική οδό. Το χρώμα της πίσσας περιγράφει κόπρανα που περιέχουν αίμα που έχει υποστεί πέψη ή επίδραση φαρμάκων όπως βισμούθιο, σίδηρος, τανίνη, μαγγάνιο ή άνθρακας.

Αιματηρό: Η παρουσία αίματος είναι ενδεικτική αιμορροΐδων, καρκίνου του ορθού ή του παχέος εντέρου, έλκους, συριγγίου, εξελκώσεων του βλεννογόνου του ορθού από ξηρά κόπρανα, διαβρωμένους πολύποδες του ορθού, οξεία πρωκτίτιδα, ξένα σώματα, κολίτιδα, εγκολεασμού του εντέρου ή περίσφιξης κήλης σε παιδιά, τυφοειδής πυρετός ή δηλητηρίαση με φώσφορο.

Άχρωμα: Τα άχρωμα κόπρανα μπορεί να υποδηλώνουν διαταραχές στο σχηματισμό της χολής ή απόφραξη των χοληφόρων οδών, άλλες αιτίες ίκτερου ή δηλητηρίαση με φώσφορο.

Πράσινο: Γενικά, πρασινωπά κόπρανα στα παιδιά και τα βρέφη είναι ενδεικτικά ότι το περιεχόμενο του εντέρου έχει διέλθει ταχέως διαμέσου της γαστρεντερικής οδού.

Σχήμα και σύσταση: Τα κόπρανα είναι φυσιολογικά μαλακά και σχηματισμένα. Στη δυσκοιλιότητα είναι σκληρά, οζώδη ή σκυβαλώδη και στη διάρροια είναι υγρά ή πολτώδη. Επιμόνως, αποπλατυσμένα κόπρανα ή στο σχήμα της πλευράς καταδεικνύουν στένωση στο ορθό ή σπαστική κολίτιδα.

Αφρώδη, ασχημάτιστα κόπρανα: Μπορεί να είναι ενδεικτικά σπαστικής κολίτιδας, παρουσίας αερίων ή φλεγμονής του εντέρου.

Λειεντερικά κόπρανα: Περιέχουν αρκετές άπεπτες τροφές και παρατηρούνται σε φλεγμονώδεις καταστάσεις του στομάχου και του ανώτερου τμήματος του εντέρου.

Μεμβρανώδη κομμάτια: Μπορεί να υπάρχουν στον καρκίνο του παχέος εντέρου, στη δυσεντερία, τον υποτροπιάζοντα πυρετό, την οξεία πρωκτίτιδα και την απόπτωση του εντερικού βλεννογόνου.

Ελαιώδη ή λιπαρά: Μπορεί να βρεθούν σε ανεπάρκεια του παγκρέατος ή σε δυσαπορρόφηση του εντέρου.

Βλεννώδη: Η βλέννη είναι παρούσα τόσο σε παθολογικές όσο και σε φυσιολογικές καταστάσεις. Μπορεί να υπάρχει σαν επιφανειακές ζελατινώδεις γραμμές ή οζίδια· αναμεμειγμένη με τα κόπρανα και ορατή μόνο αφού γίνει μια λεπτή επάλειψη με νερό· ή αναμεμιγμένη με αίμα στη δυσεντερία. Η βλέννη μπορεί να είναι το κύριο συστατικό των κοπράνων.

Ενοχλητική οσμή: Παρατηρείται σε ίκτερο, οξεία δυσπεψία, εντερίτιδα, τυφοειδή πυρετό και περιστασιακά στη δυσκοιλιότητα. Οσμή σήψης: Μπορεί να είναι το αποτέλεσμα συφιλιδικής ή καρκινωματώδους εξέλκωσης του ορθού ή γαγγραινώδους δυσεντερίας.

Ξινή οσμή: Τα κόπρανα των βρεφών συνήθως μυρίζουν ξινά.

Παράσιτα: Η παρουσία διαφόρων εντερικών παρασίτων μπορεί να προσδιορισθεί με την εξέταση κοπράνων. Η μακροσκοπική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει νηματώδεις (κοχλιωτούς σκώληκες) ή κεστοειδείς σκώληκες· παρόλα αυτά ή μικροσκοπική εξέταση είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της παρουσίας πρωτοζώων, αυγών ελμινθών και προνυμφών. Τα κόπρανα που πρόκειται να εξετασθούν συλλέγονται σε καθαρούς και στεγνούς συλλέκτες. Για τη μικροσκοπική εξέταση, αντιπροσωπευτικά δείγματα κοπράνων ή βλέννης γαλακτοματοποιούνται σε διάλυμα ορού σε μία καθαρή αντικειμενοφόρο, απλώνονται ομοιόμορφα και καλύπτονται με καλυπτρίδα. Η διάγνωση των γίνεται με την εξέταση ξεσμάτων ή από τον πρωκτό ή την περιπρωκτική περιοχή.

Ετυμολογία

[Λατ. faeces]