Αγγλικός όρος

lichen

Ορισμός

1. Οποιαδήποτε μορφή βλατιδώδους δερματοπάθειας, συνήθως δηλώνει τον ομαλό λειχήνα.
2. Στην βοτανική, οποιοσδήποτε μύκητας αυξάνει συμβιωτικά με συγκεκριμένα φύκη. Δημιουργούν χαρακτηριστικές λεπιδώδεις ή διακλαδωτές αυξήσεις σε βράχους ή κορμούς δέντρων.

Ετυμολογία

Ελλ. leichen, λειχήνας

Υπώνυμος όρος

myxedematous lichen
lichen nitidus
lichen pilaris
lichen planopilaris
lichen planus
lichen ruber moniliformis
lichen sclerosus et atrophicus
lichen scrofulosus
lichen simplex chronicus
lichen spinulosus
lichen striatus
lichen tropicus