Αγγλικός όρος

mass

Ορισμός

1. Μία ποσότητα ενός υλικού, όπως των κυττάρων, που συνδέονται ή ενώνονται μεταξύ τους.

2. Μαλακό στερεό παρασκεύασμα για εσωτερική χρήση και τέτοιας σύστασης που να μπορεί να σχηματοποιηθεί σε χάπια.

3. Η βασική, μετρήσιμη ιδιότητα ενός αντικειμένου, που περιγράφει το ποσό της επιτάχυνσης, που αυτό θα έχει, όταν συγκεκριμένη δύναμη εφαρμοστεί πάνω του. Η μονάδα μέτρησης της μάζας είναι το χιλιόγραμμο. Ένα χιλιόγραμμο ισούται με 2.205 λίβρες.

4. Μαζικός. Μεγάλος, εκτεταμένος ή αυτός που καλύπτει ένα ολόκληρο όργανο ή μία ομάδα πληθυσμού (π.χ., μαζικός εμβολιασμός).

Ετυμολογία

[Λατ. massa]

Υπώνυμος όρος

cell mass
epithelial mass
fat mass
fat-free mass
inner cell mass
interflar mass
intermediate cell mass
lateral mass of the atlas
molecular mass