Αγγλικός όρος

melancholia

Ορισμός

Βαριά κατάθλιψη με αμβλύ, επίπεδο συναίσθημα και έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, που φυσιολογικά θα ήταν ευχάριστες. Μπορεί να υπάρχει διέγερση ή επιβράδυνση. Μπορούν να παρουσιαστούν απώλεια βάρους, ανορεξία, αϋπνία και επιδείνωση των συμπτωμάτων νωρίς το πρωί.

Ετυμολογία

[Ελλ. melankholia, μελαγχολία]

Υπώνυμος όρος

affective melancholia
climacteric melancholia
panphobic melancholia
suicidal melancholia