Αγγλικός όρος

narcolepsy

Ορισμός

Μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα, ανεξέλεγκτα επεισόδια υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, που συνδέονται συχνά με προσωρινή μυϊκή παράλυση (καταπληξία), τα οποία μπορεί να εμφανισθούν μετά από ισχυρή συναισθηματική εμπειρία Οι άνθρωποι που επηρεάζονται από αυτή την κατάσταση μπορούν να εμφανίζουν ορισμένα επεισόδια ύπνου κάθε ημέρα Χαρακτηριστικά, οι ναρκοληπτικοί ασθενείς ξυπνούν από τον ύπνο σχετικώς εύκολα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η ναρκοληψία εμφανίζεται σης οικογένειες, και περίπου 90% των προσβεβλημένων ατόμων έχουν συγκεκριμένα ανθρώπινα λευκοκυτταρικά αντιγόνα (HLA-DQw6 ή HLA-DR2). Τα άτομα με ναρκοληψία έχουν μειωμένα επίπεδα πεπτιδίων στον εγκέφαλο, καλούμενα ορεξίνες, τα οποία επηρεάζουν τον ύπνο και τη συνείδηση.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Προγραμματισμένοι σύντομοι ύπνοι κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορούν να αποτρέψουν τα επεισόδια ύπνου, ειδικά εάν α σύντομοι ύπνοι είναι προγραμματισμένοι να λάβουν χώρα όταν το άτομο βιώνει συνήθως επεισόδια ύπνου. Σκευάσματα που χρησιμοποιούνται για να αντιμετωπίσουν τη ναρκοληψία περιλαμβάνουν τα διεγερτικά του ΚΝΣ, όπως η θειική δεξ-τροαμφεταμίνη, ή η υδροχλωρική μεθυλφενιδάτη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι ναρκοληπτικοί πρέπει να αποφεύγουν τις δραστηριότητες που απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση (π.χ., οδήγηση ή πιλοτάρισμα αεροσκάφους). Στο πρώτο σημείο υπνηλίας, οι προσβεβλημένοι ασθενείς πρέπει να επιδιώξουν να βρουν μια ασφαλή θέση για ύπνο. Σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ, η απώλεια συνείδησης αποτελεί αιτία για ανάκληση του δικαιώματος οδήγησης. Ασθενείς με ναρκοληψία πρέπει να αναθεωρήσουν τη χρήση μηχανοκίνητων οχημάτων με τους επαγγελματίες υγειονομικής περίθαλψής τους.

Ετυμολογία

[Ελλ. narke, νάρκη + kpsis, ληψία, παροξυσμός, αποπληξία, αιφνιδιαστική προσβολή]