Αγγλικός όρος

neuron

Ορισμός

Ένα νευρικό κύτταρο, η δομική και λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος. Ένας νευρώνας αποτελείται από ένα κυτταρικό σώμα (περικάρυο) και τις αποφύσεις του, έναν άξονα και έναν ή περισσότερους δενδρίτες. Οι νευρώνες λειτουργούν για την εισαγωγή και μετάδοση ώσεων. Μεταδίδουν ώσεις σε άλλους νευρώνες ή άλλα κύτταρα απελευθερώνοντας νευροδιαβιβαστές στις συνάψεις. Εναλλακτικά ένας νευρώνας μπορεί να απελευθερώσει νευροορμόνες στην κυκλοφορία.

Βλ.: εικόνα.

Συνώνυμο

nerve cell

Ετυμολογία

[Ελλ. neuron, νεύρο]