Αγγλικός όρος

acute pain

Ορισμός

Πόνος τυπικά προκαλούμενος από ξαφνική κάκωση (π.χ. κάταγμα) ή ασθένεια (π.χ. οξεία λοίμωξη) και ο οποίος συνοδεύεται από φυσικά σημεία όπως αυξημένη καρδιακή συχνότητα, αυξημένη αρτηριακή πίεση, μυδρίαση, εφίδρωση ή υπεραερισμό. Ανάλογα με τη σοβαρότητα του υποκειμένου ερεθίσματος, το οξύ άλγος μπορεί να αντιμετωπιστεί με ακεταμινοφαίνη ή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ακινητοποίηση και ανύψωση του τραυματισμένου μέρους του σώματος, ή τοπική εφαρμογή θερμότητας ή πάγου. Ιδιαίτερα σοβαρές μορφές οξέος πόνου, όπως εκείνος των σπασμένων πλευρών ή μιας ισχαιμικής περιοχής, μπορεί να απαιτούν τη χορήγηση ναρκωτικών ουσιών, συχνά με επιπρόσθετους χημικούς παράγοντες, όπως η υδροξυζίνη για ανακούφιση, ή αντιεμετικών.

Κύριος όρος

pain