Αγγλικός όρος

ozone

Ορισμός

Μια μορφή οξυγόνου, που εντοπίζεται στη στρατόσφαιρα, στην οποία τρία άτομα οξυγόνου ενώνονται σχηματίζοντας το μόριο O3 Η εξάλειψη του όζοντος στη στρατόσφαιρα προκαλεί αυξημένη έκθεση στις υπεριώδεις ακτινοβολίες. Η κατάσταση αυτή ευνοεί την ανάπτυξη καρκίνων του δέρματος και καταρρακτών, και μπορεί να ελαττώσει την κυτταρική ανοσία.

Τα άτομα που εκτίθενται σε ηλεκτροσυγκόλληση, σε παράγοντες λεύκανσης του αλευριού, σε ατμούς από φωτοαντιγραφικό εξοπλισμό ή σε φωτοχημικούς ρύπους της ατμόσφαιρας, μπορεί να έρχονται σε επαφή με τοξικά επίπεδα όζοντος. Τα σημεία και τα συμπτώματα περιλαμβάνουν άσθμα, ερεθισμό των βλεννογόνων υμένων, πνευμονική αιμορραγία και οίδημα, και παροδικά μειωμένη πνευμονική λειτουργία όταν εκτίθενται σε καλοκαιρινή αχλή.

Ετυμολογία

[Ελλ. ozein, μυρίζω]