Αγγλικός όρος

plague

Ορισμός

1. Κάθε εξαπλωμένη λοιμώδης νόσος που σχετίζεται με αυξημένο ποσοστό θανάτου.

2. Συχνά θανατηφόρος νόσος που προκαλείται από την Yersinia pestis. Οι φυσικοί ξενιστές είναι οι σκίουροι, τα άγρια τρωκτικά και τα ποντίκια και φορέας είναι ο κρότωνας του ποντικού. Η νόσος χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, ανησυχία, σύγχυση, κατάπτωση, παραλήρημα, καταπληξία και κώμα. Η στρεπτομυκίνη, η γενταμυκίνη, οι τετρακυκλίνες, οι φθοριοκινολόνες και η χλωραφαινικόλη είναι αποτελεσματικές στην θεραπεία της πανώλης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο αναφέρονται 15 περιστατικά πανώλης.

Ετυμολογία

[Μεσ. Αγγλ., επιδημία]

Υπώνυμος όρος

ambulatory plague
black plague
bubonic plague
hemorrhagic plague
murine plague
pneumonic plague
septicemic plague
sylvatic plague
white plague