Αγγλικός όρος

digestion

Ορισμός

Η διαδικασία με την οποία η τροφή διασπάται μηχανικά και χημικά στη γαστρεντερική οδό και μετατρέπεται σε μορφές που μπορούν να απορροφηθούν. Άλατα (μέταλλα), νερό και μονοσακχαρίτες μπορούν να απορροφηθούν αμετάβλητα, όμως το άμυλο, τα λίπη και οι πρωτεΐνες πρέπει να διασπαστούν σε μικρότερα μόρια.

Αυτή επιτυγχάνεται με ένζυμα, το καθένα από τα οποία δρα σε έναν συγκεκριμένο τύπο τροφής και απαιτεί ένα συγκεκριμένο ρΗ για να είναι αποτελεσματικό.

Οι ορμόνες που απελευθερώνονται από την γαστρεντερική βλέννα, διεγείρουν την έκκριση πεπτικών ενζύμων και χολής, ενώ επηρεάζουν την κινητικότητα (περίσταλση) του στομάχου και των εντέρων. Τα άμυλα και οι δισακχαρίτες πέπτονται σε μονοσακχαρίτες· τα λίπη πέπτονται σε λιπαρά οξέα και γλυκερόλη· οι πρωτεΐνες πέπτονται σε αμινοξέα. Κατά τη διάρκεια της πέψης, από αυτά τα μεγάλα οργανικά μόρια, απελευθερώνονται βιταμίνες και μέταλλα.

Ετυμολογία

[Λατ. digestion, πέψη]

Υπώνυμος όρος

artificial digestion
chemical digestion
duodenal digestion
extracellular digestion
gastric digestion
intestinal digestion
intracellular digestion
lipolytic digestion
mechanical digestion
oral digestion
pancreatic digestion
parenteral digestion
salivary digestion
self-digestion