Αγγλικός όρος

poliomyelitis

Ορισμός

Φλεγμονή της φαιάς ουσίας του νωτιαίου μυελού. Πρόκειται για μια οξεία ιογενή νόσο που χαρακτηρίζεται από πυρετό, φαρυγγαλγία, κεφαλαλγία, έμετο και συχνά ακαμψία του αυχένα και της ράχης. Οι όψιμες επιπλοκές της λοίμωξης περιλαμβάνουν την ατροφία μυϊκών ομάδων που προκαλεί σύσπαση και μόνιμη παραμόρφωση. Η πολιομυελίτιδα μπορεί να προληφθεί με εμβόλια που χορηγούνται στα παιδιά.

Ετυμολογία

[Ελλ. polios, φαιός + myelos, μυελός + Ελλ. -itis, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος

abortive poliomyelitis
acute anterior poliomyelitis
anterior poliomyelitis
ascending poliomyelitis
bulbar poliomyelitis
chronic anterior poliomyelitis
nomparalytic poliomyelitis
paralytic poliomyelitis
provocative poliomyelitis