Αγγλικός όρος

placebo

Ορισμός

1. Μια ανενεργός ουσία που χορηγείται στον ασθενή για να ικανοποιήσει την απαίτηση του για κάποιο φάρμακο.

2. Ένα μη ειδικό, αδρανές φάρμακο (εικονικό φάρμακο) που χρησιμοποιείται ως μέσο ελέγχου στη δοκιμασία μιας θεραπείας, για την οποία υπάρχει η υπόνοια ότι είναι χρήσιμη για μια συγκεκριμένη νόσο ή κατάσταση. Το εικονικό φάρμακο χορηγείται σε μια ομάδα ασθενών και το φάρμακο που δοκιμάζεται χορηγείται σε μια άλλη όμοια ομάδα. Στην συνέχεια συγκρίνονται τα αποτελέσματα που λαμβάνονται από τις δύο ομάδες. Αν και το εικονικό φάρμακο θεωρείται ότι δεν έχει κάποια ειδική δράση, φαίνεται συχνά ότι η χορήγησή του προκαλεί μια θετική αντίδραση στον ασθενή. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι υπεύθυνες για το αποτέλεσμα αυτό είναι οι ψυχολογικές επιδράσεις των προσδοκιών του ασθενούς για κάποιο όφελος.

Ετυμολογία

[Λατ., I shall please]