Αγγλικός όρος

mental disorder

Ορισμός

Ένας μη ειδικός όρος για ένα κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο ή πρότυπο, τυπικά συσχετιζόμενο είτε με ένα σύμπτωμα που επιφέρει δυσφορία είτε με διαταραγμένη λειτουργικότητα. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι διαφορετικά άτομα που περιγράφονται να έχουν την ίδια ψυχική διαταραχή, δεν είναι όμοια στον τρόπο που αντιδρούν στην ασθένειά τους και στο πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν.