Αγγλικός όρος

nasal cavity

Ορισμός

Μια εκ των δυο κοιλοτήτων μεταξύ της βάσης του κρανίου και της οροφής του στόματος, το οποίο διανοίγεται πρόσθια στη ρίνα και οπίσθια στον ρινοφάρυγγα Η επίστρωση του με τριχωτό επιθήλιο, θερμαίνει και υγραίνει τον εισπνεόμενο αέρα, παγιδεύει τη σκόνη και τα παθογόνα στη βλέννα που στη συνέχεια διοχετεύεται προς το φάρυγγα. Το ρινικό διάφραγμα (ηθμοειδές και ύνιδα) χωρίζει τις ρινικές κοιλότητες, και οι οσφρητικοί υποδοχείς ευρίσκονται στο άνω μέρος κάθε κοιλότητας. Οι παραρρίνιοι κόλποι (μετωπιαίοι, άνω γναθιαίοι, σφηνοειδείς και ηθμοειδείς) διοχετεύονται στον πόρο κάτωθεν των κογχών. Τα στόμια των μετωπιαίων, οπίσθιων ηθμοειδών, και άνω γναθιαίων κόλπων ευρίσκονται στο μέσο πόρο. Τα στόμια των πρόσθιων ηθμοειδών και σφηνοειδών κόλπων βρίσκονται στον άνω πόρο. Ο ρινικός βλενογόννος είναι αγγειοβριθής, η αιμάτωση προέρχεται από τις άνω γναθιαίες αρτηρίες από τις έξω καρωτίδες αρτηρίες, και από τις ηθμοειδείς αρτηρίες εκ των έσω καρωτίδων.