Αγγλικός όρος

salpingitis

Ορισμός

Φλεγμονή του ωαγωγού (σάλπιγγας) συνήθως ως αποτέλεσμα σεξουαλικά μεταδιδόμενης λοίμωξης.

Η πρόγνωση επηρεάζεται από τη μολυσματικότητα του οργανισμού, το βαθμό της φλεγμονής και την έγκαιρη εφαρμογή της θεραπείας. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της μόλυνσης μπορεί να περιλαμβάνουν τη δημιουργία ουλών και στειρότητα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι συνηθέστεροι οργανισμοί που προκαλούν σαλπιγγίτιδα είναι οι Neisseria gonorrhoae και Chlamydia trachomatis. Επιπρόσθετα μικρόβια περιλαμβάνουν τον Staphylococcus aureus, Escherichia coli και άλλους αερόβιους και αναερόβιους βάκιλλους και κόκκους. Παρότι είναι συνήθης μεταξύ άλλων πολιτισμών, η φυματιώδης σαλπιγγίτιδα είναι σπάνια στις ΗΠΑ. Είναι πιθανότερο να εμφανιστεί σε ανοσοκατεσταλμένες γυναίκες και σε πληθυσμούς μεταναστών. Η μετά τον τοκετό σαλπιγγίτιδα συχνά καταλήγει στην ανάδρομη μετανάστευση συμβιωτικών κολπικών στρεπτόκοκκων.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Παρότι η ασθένεια ενδέχεται να είναι ασυμπτωματική, οι ασθενείς συχνά εμφανίζουν σημεία οξείας πυελικής λοίμωξης. Η πάθηση περιλαμβάνει μονόπλευρο ή αμφίπλευρο πυελικό άλγος ή άλγος της κάτω κοιλιακής χώρας, πυρετό και ρίγη.

ΕΞΕΤΑΣΗ: Εάν σχηματισθεί απόστημα, η αμφίχειρη ψηλάφηση ή η υπερηχογραφία μπορεί να αποκαλύψει μαλακή μάζα σε επικουρικές δομές.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Οι εμπειρικές θεραπείες με αντιβιοτικά μπορεί να περιλαμβάνουν φλου-οροκινολόνες ή συνδυαστικές θεραπείες με παράγωγα τετρακυκλίνης και κεφαλοσπορί-νες. Η χορήγηση φλουοροκινολονών και τε-τρακυκλινών δε συνιστάται κατά την εγκυμοσύνη. Η κατάκλιση και η χορήγηση αναλγητικών μπορεί να συμβάλλει στην ανακούφιση από τους πόνους.

Ετυμολογία

[Ελλ. salpinx, σάλπιγγα + -itis, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος

eustachian salpingitis
gonococcal salpingitis