Αγγλικός όρος

selenium

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: Se. Χημικό στοιχείο το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες με το θείο. Ατομικό βάρος 78,96· ατομικός αριθμός 34. Θεωρείται απαραίτητο ιχνοστοιχείο στη διατροφή. Η υπερβολική πρόσληψη μπορεί να προκαλέσει τοξικότητα, που χαρακτηρίζεται από ξινή μυρωδιά εκπνοής, ναυτία, εμετό, ανησυχία, έντονη σιελόρροια και μυϊκούς σπασμούς.

Ετυμολογία

[Eλλ. selene, σελήνη]

Υπώνυμος όρος

selenium sulfide