Αγγλικός όρος

sexuality

Ορισμός

1. Η φυλετική κατάσταση· τα συλλογικά χαρακτηριστικά τα οποία διαφοροποιούν τα αρσενικά από τα θηλυκά άτομα.
2. Η διαγωγή και ο τρόπος ζωής ενός ατόμου σε σχέση με το σεξ· όλες οι προδιαθέσεις οι οποίες σχετίζονται με την οικειότητα, είτε σχετίζονται με τα γεννητικά όργανα είτε όχι.

Ετυμολογία

[Λατ.sexus,φύλο]