Αγγλικός όρος

sexually transmitted disease

Ορισμός

Κάθε ασθένεια η οποία μεταδίδεται ως το αποτέλεσμα σεξουαλικής επαφής ή άλλης στενής επαφής με μολυσμένο άτομο. Πιο περιεκτικός όρος από τον όρο «αφροδίσια νοσήματα», τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα περιλαμβάνουν ασθένειες προκαλούμενες από βακτήρια, ιούς, πρωτόζωα, μύκητες και εξωπαράσιτα.

Βλ.: πίνακα Παράρτημα Νοσηλευτικών Διαγνώσεων.