Αγγλικός όρος

iron-deficiency anemia

Ορισμός

Αναιμία η οποία οφείλεται στο ότι οι ανάγκες του οργανισμού σε σίδηρο είναι μεγαλύτερες από την αποθηκευμένη ποσότητα σιδήρου. Ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί κάποιες φορές να είναι φυσιολογικός, αλλά η αιμοσφαιρίνη δεν είναι επαρκής. Τα ερυθροκύτταρα είναι ωχρά (υποχρωμα) και έχουν μη φυσιολογικό σχήμα (ποικιλλοκυττάρωση). Αυτή η αναιμία εμφανίζεται στο 8% των ανδρών και στο 14% των γυναικών ηλικίας 3 έως 74 ετών στις Η.Π.Α.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η αναιμία αυτή οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη σιδήρου, σε δυσαπορρόφηση του σιδήρου, σε απώλεια αίματος, στην εγκυμοσύνη, στον θηλασμό, σε ενδοαγγειακή αιμόλυση ή σε συνδυασμό των παραπάνω αιτιών.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Οι ασθενείς με χρόνια αναιμία συχνά παραπονιούνται για κόπωση και δύσπνοια προσπαθείας. Η έλλειψη σιδήρου όταν οφείλεται σε ραγδαία αιμορραγία μπορεί να προκαλέσει ταχυκαρδία, ορθοστατική ζάλη ή συγκοπή.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Οι εργαστηριακές εξετάσεις αποκαλύπτουν μειωμένα επίπεδα σιδήρου στο αίμα, αυξημένη σιδηροδεσμευτική ικανότητα και μειωμένο κορεσμό της τρανσφερίνης. Τα επίπεδα της φεριττίνης είναι μειωμένα. Στη χρώση του μυελού των οστών δεν φαίνεται ο σίδηρος.

ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ: Οι ενήλικες ασθενείς με σιδηροπενική αναιμία και χωρίς έμμηνο ρύση θα πρέπει να εξετάζονται για τυχόν ύπαρξη κάποιας εστία αιμορραγίας στην γαστρεντερική οδό.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η διαιτητική πρόσληψη σιδήρου θα πρέπει να συμπληρώνεται με από του στόματος θειικό σίδηρο ή γλυκονικό σίδηρο (μαζί με βιταμίνη C για την αύξηση της απορρόφησής του). Όταν υπάρχει κάποια υποκείμενη βλάβη στην γαστρεντερική οδό (πχ. έλκος, οισοφαγίτιδα, καρκίνος του εντέρου) αντιμετωπίζεται με φάρμακα, κάποια ενδοσκοπική ή χειρουργική επέμβαση.