Αγγλικός όρος

T cell

Ορισμός

Λεμφικό κύτταρο από το μυελό των οστών, το οποίο μεταναστεύει στο θύμο αδένα, όπου αναπτύσσεται σε ώριμο, διαφοροποιημένο λεμφοκύτταρο το οποίο διακινείται μεταξύ αίματος και λέμφου, εξυπηρετώντας ως ένα από τα πρωτογενή κύτταρα της ανοσολογικής αντίδρασης. Τα ανώριμα T λεμφοκύτταρα καλούνται θυμοκύτταρα. Τα ώριμα T λεμφοκύτταρα είναι αντιγονοειδικά: οι πρωτεΐνες - υποδοχείς των T λεμφοκυττάρων (TCR) στην επιφάνεια κάθε T λεμφοκυττάρου, ανιχνεύουν μόνο ένα αντιγόνο. Τα T λεμφοκύτταρα ταυτοποιούνται από επιφανειακούς πρωτεϊνικούς δείκτες οι οποίοι καλούνται συμπλέγματα διαφοροποίησης (CD). Όλα τα T λεμφοκύτταρα φέρουν τον δείκτη CD3. Οι επιπρόσθετοι δείκτες διαφοροποιούν τις υποομάδες T κυττάρων. Τα CD4 βοηθητικά T κύτταρα, εξυπηρετούν πρωταρχικά ως ρυθμιστές, εκκρίνοντας κυτοκίνες οι οποίες διεγείρουν τη δραστηριότητα άλλων λευκοκυττάρων. Τα CD8 T κύτταρα (κυτταροτοξικά T κύτταρα), είναι κύτταρα - τελεστές τα οποία λύουν (θανατώνουν) απευθείας οργανισμούς και αποτελούν σημαντική άμυνα έναντι ιών. Τα περισσότερα CD8 T κύτταρα, εκκρίνουν επίσης ιντερφερόνη-γ (ΙΚΝγ), έναν από τους ισχυρότερους διεγέρτες της δραστηριότητας των μακροφάγων.

Τα T κύτταρα δεν αναγνωρίζουν τα ξένα αντιγόνα χωρίς τη βοήθεια των μακροφάγων και άλλων αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων, τα οποία μετατρέπουν τις αντιγονικές πρωτεΐνες σε πεπτίδια, τα οποία προσδένονται στα μόρια του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας. Παρόλα αυτά, αφότου ένα μακροφάγο τα βοηθήσει να αναγνωρίσουν ένα αντιγόνο ως άγνωστο, τα T κύτταρα κυριαρχούν στην ειδική ανοσοαπάντηση, κατευθύνοντας τα μακροφάγα, τα Β λεμφοκύτταρα και άλλα T- λεμφοκύτταρα στην άμυνα του σώματος. Τα T- λεμφοκύτταρα και ο κυτταρικός ανοσολογικός μηχανισμός είναι πρωταρχικά υπεύθυνα για την απόρριψη μοσχεύματος, άλλες αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου IV και την αναγνώριση και καταστροφή καρκινικών κυττάρων.

Συνώνυμο

T lymphocyte

Κύριος όρος


cell