Αγγλικός όρος

mortality

Ορισμός

1. Θνητότητα. Η κατάσταση να είναι κάποιος θνητός.

2. Θνησιμότητα. Ο αριθμός θανάτων σε έναν πληθυσμό. Στις Η.Π.Α. περίπου 2.300.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο. Οι πιο κοινές αιτίες θανάτου, σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Στατιστικής για την Υγεία των ΗΠΑ, είναι (σε φθίνουσα σειρά) η καρδιακή νόσος, ο καρκίνος, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, τα ατυχήματα, η πνευμονία και η γρίπη, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αυτοκτονία, η νεφρική ανεπάρκεια, η κίρρωση και άλλες χρόνιες ηπατικές νόσοι. Οι αιτίες θανάτου ποικίλουν ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα: τα ατυχήματα είναι η πιο κοινή αιτία θανάτου μεταξύ βρεφών, παιδιών, εφήβων και νεαρών ενηλίκων, ενώ οι καρκίνοι είναι το πιο κοινό αίτιο θανάτου μεταξύ ατόμων ηλικίας 45 με 64. Η καρδιακή νόσος κυριαρχεί μετά την ηλικία των 65.

Υπώνυμος όρος

fetal mortality
infant mortality
maternal mortality
neonatal mortality
perinatal mortality