Αγγλικός όρος

titanium

Ορισμός

ΣΥΜΒ: Ti.

Ένα μεταλλικό στοιχείο σε συνδυασμό με ορυκτά, ατομικό βάρος 47.90, ατομικός αριθμός 22, ειδικό βάρος 4.54. Στην οδοντιατρική, χρησιμοποιείται ως κράμα μετάλλου, κυρίως για συσκευές και εμφυτεύματα λόγω της βιολογικής δεκτικότητάς του και της ανθεκτικότητας στην διάβρωση.

Ετυμολογία

[Λατ. titan, ήλιος]

Υπώνυμος όρος

titanium dioxide