Αγγλικός όρος

valve

Ορισμός

Μια μεμβρανώδης δομή σε ένα κοίλο όργανο ή δίοδο που φράσσει προσωρινά, επιτρέποντας τη ροή υγρού προς μία μόνο κατεύθυνση.

Ετυμολογία

Λατ. valva, φύλλο πτυσσόμενης πόρτας

Υπώνυμος όρος

aortic valve
Beraud′s valve
bicuspid valve
Bjork-Shiley heart valve
cardiac valve
coronary valve
Houston′s valve
ileocecal valve
left atrioventricular valve
mitral valve
nasal valve
prosthetic heart valve
pulmonary valve
pyloric valve
reducing valve
right atrioventricular valve
semilunar valve
thebesian valve
tricuspid valve
valve of Varolius