Αγγλικός όρος

violence

Ορισμός

1. Η χρήση δύναμης ή σωματικής βίας με σκοπό την κακοποίηση ή την πρόκληση βλαβών. H διαπροσωπική βία ανάμεσα σε παιδιά και νέους ενήλικες είχε αυξηθεί σε επιδημικά επίπεδα κατά τη δεκαετία του '90 στις H.Π.Α.. Γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τη διαπροσωπική βία ανάμεσα σε νέους ανθρώπους περιλαμβάνουν το ιστορικό βίας, την απόρριψη από τους άλλους, την κακή σχολική επίδοση και τις ενδοοικογενειακές δυσκολίες (ή τους γονείς με ιστορικό αντικοινωνικής συμπεριφοράς).
2. H χρήση βίαιης συμπεριφοράς.

Ετυμολογία

Λατ. violentia

Υπώνυμος όρος

domestic violence
intimate partner violence
perinatal violence
risk for violence, directed at others
risk for violence, directed at self