Αγγλικός όρος

quartz

Ορισμός

Διοξείδιο του πυριτίου, το κύριο συστατικό του αμμόλιθου (κρυσταλλωμένο πυρίτιο, διαφανής χαλαζίας). Όταν ο κρύσταλλος είναι καθαρός και άχρωμος, επιτρέπει τη δίοδο μεγάλων ποσοτήτων υπεριωδών ακτίνων.

Ετυμολογία

[Γερμ. quarz]

Υπώνυμος όρος


quartz applicator
quartz glass