Αγγλικός όρος

copper

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: Cu. Μέταλλο, μικρές ποσότητες του οποίου χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό, με ατομικό βάρος 63,54, ατομικό αριθμό 29 και ειδικό βάρος 8,96. Τα άλατά του είναι ερεθιστικά δηλητήρια. Τα συμπτώματα της έλλειψης περιλαμβάνουν αναιμία, αδυναμία, μειωμένη αναπνοή και αύξηση και κακή χρήση του σιδήρου. Βλ.: Παράρτημα Δηλητηρίων και Δηλητηριάσεων.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Το συνολικό περιεχόμενο του οργανισμού σε χαλκό είναι 100 ως 150 mg. Το ποσό το οποίο φυσιολογικά προσλαμβάνεται κάθε ημέρα είναι λιγότερο από 2 mg. Βρίσκεται σε πολλούς φυτικούς και ζωικούς ιστούς. Ο χαλκός είναι σημαντικό συστατικό διαφόρων ενζύμων, περιλαμβανομένων εκείνων της σύνθεσης αιμοσφαιρίνης και της κυτταρικής αναπνοής. Αποθηκεύεται στο ήπαρ και η περίσσειά του απεκκρίνεται στη χολή ή από τους νεφρούς.

Ετυμολογία

[Λατ. cuprum]