Αγγλικός όρος

bile

Ορισμός

Παχύ, γλοιώδες και πικρό υγρό, το οποίο εκκρίνεται από το ήπαρ. Διέρχεται διαμέσου του ηπατικού πόρου στον κυστικό πόρο της χοληδόχου κύστης και διαμέσου του κοινού χοληδόχου πόρου στο δωδεκαδάκτυλο. Η χολή του ήπατος έχει αχυρένιο χρώμα, ενώ αυτό της χοληδόχου κύστης κυμαίνεται από κίτρινο ως καφέ ή πράσινο. Η χολή αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη, όπου και συμπυκνώνεται και στη συνέχεια απεκκρίνεται στο δωδεκαδάκτυλο, κατά την άφιξη του λιπώδους χυλού από τον στόμαχο. Η σύσπαση της χοληδόχου κύστης προκαλείται από τη χολοκυστοκινίνη- παγκρεοζυμίνη, μια ορμόνη που παράγεται από τον δωδεκαδάκτυλο. Η έκκρισή της διεγείρεται από την είσοδο των λιπαρών οξέων στον δωδεκαδάκτυλο. Η προσθήκη νερού μειώνει την επιφανειακή τάση της χολής, σχηματίζοντας ένα αφρώδες διάλυμα και εξυπηρετώντας έτσι την γαλακτωματοποίηση των λιπών και ελαίων. Αυτή η δράση οφείλεται στα χολικά άλατα, κυρίως στο γλυκοχολικό και στο ταυροχολικό άλας.

ΣΥΣΤΑΣΗ: Οι χρωστικές της χολής (κυρίως χολερυθρίνη και χολοπρασίνη) είναι υπεύθυνες για την ποικιλία των παρατηρούμενων χρωμάτων. Επιπλέον, η χολή περιέχει χοληστερόλη, λεκιθίνη, βλεννίνη και άλλες οργανικές και ανόργανες ουσίες.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Η λειτουργία της χολής στην πέψη είναι η γαλακτωματοποίηση των λιπών, η οποία διευκολύνει την πέψη τους στο λεπτό έντερο, μέσω της παγκρεατικής λιπάσης. Η χολή διεγείρει επίσης την περισταλτικότητα. Φυσιολογικά, η έκκριση της χολής λαμβάνει χώρα μόνο κατά τη δωδεκαδακτυλική πέψη. Η χολή είναι και αντισηπτική και καθαρτική. Σε ένα φυσιολογικό ενήλικα εκκρίνονται περίπου 800-1000 ml/24ωρο. Βλ.: gallbladder.

ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ: Η παρεμπόδιση της ροής της χολής προκαλεί ίκτερο και την εμφάνιση λιπών στα κόπρανα. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να περιορίζονται τα λίπη στις τροφές. Η περιορισμένη ροή της χολής μπορεί να προκαλέσει επίσης τη δημιουργία χολόλιθων στη χοληδόχο κύστη. Βλ.: jaundice.

Ετυμολογία

[Λατ. bits, χολή]

Υπώνυμος όρος


bile acids
cystic bile
bile ducts
hepatic bile
lithogenic bile
bile pigments
bile salts