Αγγλικός όρος

cartilage

Ορισμός

Ειδικευμένος τύπος πυκνού συνδετικού ιστού, αποτελούμενος από κύτταρα εμφυτευμένα σε θεμέλια εξωκυττάρια ουσία. Η θεμέλια εξωκυττάρια ουσία είναι πυκνή και συμπαγής και μπορεί να αντισταθεί σε σημαντική πίεση ή έκταση. Ο χόνδρος είναι κυανόλευκος ή φαιός και ημιαδιαφανής και δεν διαθέτει ίδια νεύρωση ή αιμάτωση. Τα κύτταρα τοποθετούνται σε κοιλότητες καλούμενες βοθρία (lacunae). Μπορεί να είναι μονήρη ή σε ομάδες των δύο, τριών ή τεσσάρων.

Ο χόνδρος σχηματίζει τμήμα των αρθρώσεων στον ενήλικο σκελετό, όπως μεταξύ των σπονδυλικών σωμάτων και των αρθρικών επιφανειών των οστών. Παρατηρείται επίσης στους πλευρικούς χόνδρους των πλευρών, στο ρινικό διάφραγμα, στο εξωτερικό ους ενώ επενδύει την ευσταχιανή σάλπιγγα, το τοίχωμα του λάρυγγα και την τραχεία και τους βρόγχους. Σχηματίζει το μεγαλύτερο τμήμα του εμβρυϊκού σκελετού, προσφέροντας το πρότυπο πάνω στο οποίο θα αναπτυχθούν τα περισσότερα οστά.

Ετυμολογία

[Λατ. cartilage, χόνδρος]

Υπώνυμος όρος

alar cartilage
articular cartilage
costal cartilage
cricoid cartilage
cuneiform cartilage
elastic cartilage
fibrous cartilage
hyaline cartilage
Jacobsons cartilage
Meckels cartilage
nasal cartilage
palpebral cartilage
parachordal cartilage
Reicherts cartilage
repair of cartilage defects
semilunar cartilage
sesamoid cartilage
shark cartilage
thyroid cartilage
triticeous cartilage
vomeronasal cartilage
Y cartilage